Πέτρος Γκολίτσης
I
«Αντιστέκομαι, άρα υπάρχω». Το πολιτικό μανιφέστο
μιας ποιήτριας
«Αντιστέκομαι σημαίνει υπάρχω»
Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου
«δοκεί μεν εκ του χορού προς τους θεατάς λέγεσθαι,
εισάγει δε το εαυτού πρόσωπον ο ποιητής»
Σχολ. Αριστοφ. Ειρήνη
Η ποιήτρια Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου ως μοναχικό −αριστοφανικό− πουλί που φορά τη σκιά του (βλ. το ποίημα «Έχοντας γευθεί»), διάφανη «ως είδωλο ενός εαυτού» που πια «απουσιάζει», αρνούμενη «να δεχθεί τη χωμάτινη μοίρα» «επιμένει να πιστεύει πως οι χαραυγές κυοφορούνε πάντα εκπλήξεις». Ξεκινώντας από το βιολογικό, χωρίς να αποκλείει το μεταφυσικό στοιχείο, στοχεύει κυρίως, στην παρούσα συλλογή, Με τη ματιά του Κούρου, σε ένα ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο παραδίδοντας ένα είδος απολόγου, δηλ. έναν τελικό λόγο ή έναν απολογισμό.
Και εξηγούμε: η ποιήτρια ακολουθώντας την αριστοφανική έννοια των «παραβάσεων», εισάγει το πρόσωπό της και μιλά στον αναγνώστη κοιτώντας τον στα μάτια. Κι ως άλλη «poeta vates», ως ποιήτρια-οραματίστρια αποκαλύπτει, ενώ «εξατμίζεται στον χρόνο» (βλ. τον στίχο: «εξατμισμένη στον χρόνο») την πολιτικο-ιστορική της θεώρηση και θωράκιση. Πρωτίστως κατακρίνοντας −ασκώντας όμως και την αυτοκριτική της και αφήνοντας να φανούν στοιχεία συνενοχής− αναγνωρίζει ως ένοχο τον «άλλον», ως ξένο και ως εχθρό.
Έτσι, χρησιμοποιώντας ως όχημα εκκίνησης τον Κούρο της Κερατέας, στέλνει από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας επιστολές στην αιχμάλωτη Κόρη (της Κερατέας επίσης), που βρίσκεται στο Μουσείο Αρχαίας Τέχνης στο «μετα-αποικιακό», και πλέον ενωμένο, Βερολίνο. Ας ακούσουμε όμως καλύτερα τα εισαγωγικά λόγια της ίδιας της ποιήτριας: «Γοητευμένος από την ομορφιά της ο Κούρος, πικραμένος όμως από την αρπαγή και την φυλάκισή της σε δώματα της ξενιτιάς, συντρίβεται από τον πόνο». Ένα άγαλμα, που μες στη ζωντάνια του σιγά-σιγά μετατρέπεται στο πρόσωπο της ίδιας της ποιήτριας. Διαβάζουμε στο εναρκτήριο ποίημα, στην πρώτη απεύθυνση του Κούρου στην Κόρη, για να δοθεί ο τόνος και η ζεστή, γειωμένη −κατά κανόνα− απόστασή του βιβλίου:
Ο τόπος μας φαιόχρωμος
[…]
χωρίς σοδειές η γη μας
κι εμείς στη σήψη οδηγημένοι
σαν αστέρια τρεμουλιάζουμε
[…]
Κάποτε αναπνέαμε τον ίδιο μοσκομυριστόν αέρα
[…]
Απαστράπτουσα εσύ, λάφυρο λεηλασίας,
αδυνατείς ν’ ανασάνεις πια την αύρα του Αιγαίου,
ούτε η ομορφιά σου μπορεί ν’ αστράψει
μέσα στο κυρίαρχο φως,
που λαμποκοπά στον τόπο μας. […]
(«Θεά απαστράπτουσα»)
Και στον «αντίποδα», σε έναν άλλον τόνο, υψηλότερο και επικριτικό, η Καραχάλιου αποκαλύπτεται πιο άμεση, μετωπική θα λέγαμε, και σκληρή, με τα στοιχεία της συνενοχής να λειτουργούν, μαζί με την ποιητικότητά της, αντισταθμιστικά. Διαβάζουμε:
Η αξιοπρέπεια μας κουρέλι σε παζάρια διεθνή.
Δεν αρνηθήκαμε τα τραγικά μας λάθη.
Ζήσαμε σαν το πεύκο
που μεγαλώνει αργά πίνοντας νερό αλμυρό. […]
Μόνον
την ευτέλεια αρνιόμαστε
στα νύχια άπληστων τοκογλύφων
(«Δεν αρνηθήκαμε»)
Ή πιο ποιητικά:
Έρπουμε πάνω σε ερείπια μέσα στην τέφρα.
Πίσω από τη γύμνια ανάλγητων ημερών,
κενοί σαν όστρακα χωρίς περιεχόμενο
(«Κάθε ημέρα»)
Η ποιήτρια, ξεπερνώντας ορισμένες φορές −στην εν λόγω συλλογή− την ποίηση, κινείται προς ένα πολιτικό μανιφέστο, προσθέτοντας το «πιστεύω» της στο ποιητικό της σώμα, αφήνοντας ένα σήμα για το πώς εκλήφθηκε η «εποχή» από την ίδια και πώς αποτυπώθηκαν τα τεκταινόμενα στον ψυχισμό της. Ένας ψυχισμός και μια ματιά ανοιχτή στους καιρούς.
Τα εργοστάσια κλειστά, κοπάδια οι άνεργοι,
κινούμενες σκιές,
με την οργή να καίει στ’ απελπισμένα μάτια τους
(«Εικόνα»)
Εδώ, θα λέγαμε πως δεν ντύνει τις ιδέες της απαραίτητα με ποιητική σάρκα, ούτε τους δίνει τον απαιτούμενο χώρο να αναδυθούν με ποιητική βία, και άρα συμπεραίνουμε πως επείγεται να μεταφέρει το μήνυμά της. Διατηρώντας επίσης την αίσθηση πως οι «ένοχοι θα πληρώσουν». Κάτι που εξάλλου, σύμφωνα
με τα λόγια της: «το βεβαιώνει η ευθεία τροχιά της Ιστορίας» («Εμείς»). Μια θεώρηση που έρχεται από την πίστη στην πρόοδο του γαλλικού διαφωτισμού και είναι σύμφωνη, γενικεύοντας φυσικά, με τη γαλλική της παιδεία. Και καταλήγει, η Καραχάλιου, στο ίδιο ποίημα:
από το κατακάθι της λάσπης
θα αναστηθούμε.
ή αλλού («Στο σύμπαν της θύμησης»):
πάντα ο ήλιος θα τυλίγει τη ζωή
κι οι ουρανοί θ’ αλλάζουν
Διαλαλώντας έτσι φανερά, για όσα ιστορικά μέλλεται να συμβούν, την αισιοδοξία της, η οποία προφανώς δεν προκύπτει από άγνοια, αλλά απεναντίας από μια βαθύτερη, δική της θα λέγαμε, αίσθηση και θεώρηση του απόλυτου δικαίου. Χαρακτηριστικά ενώ εμμένει σε ένα «σκοτεινό σύνορο» και «σέρνει το καράβι», κατά το δοκούν, ταυτόχρονα αποκαλύπτει, σε μια χαρακτηριστική ποιητική της εικόνα, ένα δικό της κλίμα: «ολόγυρα σεντόνι από παπαρούνες η σιωπή» («Θα παραμένεις»). Που προσθέτει την ιδιοπροσωπία της στο συλλογικό ποιητικό μας corpus, αφήνοντας και το ζήτημα, σε μια ποιητική ανάγνωση, ανοιχτό. Ως μια φωτεινή, πιο πολύχρωμη θα λέγαμε Κλειώ Νάτση, ως μια άλλη δηλ. σημαντική ζωγράφος του Βορρά, που δεν αγνοεί, ας επαναληφθεί, το σκοτεινό βάθος των πραγμάτων.
Και ποιος είναι τελικά ο στόχος των παραπάνω; Ας ακούσουμε την ίδια την ποιήτρια: «να γονιμοποιηθεί η πίστη των ανθρώπων / στον εαυτό τους» («Και επιτέλους»). Ή «Ξε κί να μέσα από την μαύρη αυγή / ν’ ανοίγεις μονοπάτια που οδηγούν σε ξέφωτα» («Άλλοι σε είπαν»). Διατηρώντας όμως, επίμονα την αμφιβολία: «συμβαίνει να ξυπνάς / ανάμεσα σε πράγματα που δεν έζησες» («Η παλιά πολεμίστρα») και ασκώντας ταυτόχρονα την αυτοκριτική της, μιλώντας συνεκδοχικά, δηλ. ως μία για όλους. Διαβάζουμε:
Στους κραδασμούς του χρόνου
τη ζωή μας εμπιστευτήκαμε.
Δεν φαντασθήκαμε πως έτσι
βάφαμε με αίμα τον καιρό.
Πάνω στις διαβρωτικές όχθες
της λανθασμένης μέθης
[…]
Τώρα,
αποκαΐδια τραγικά οι πράξεις μας
κι ο τόπος να βουλιάζει σε άναρχα νερά.
(«Τη ζωή μας εμπιστευτήκαμε»)
Αλλού επίσης εμφανίζεται ειρωνική, όχι όμως σατιρική εφόσον δεν αποκλείει επίμονα τον εαυτό της από τα «συμβαίνοντα», δεν δακτυλοδείχνει δηλαδή εξαιρώντας:
μήπως φανεί απ’ το ταβάνι η σωτηρία («Η χρυσή βροχή»)
Ας επιστρέψουμε όμως στον κυρίαρχο τόνο της ποιήτριας, όχι απλά της εν λόγω συλλογής, αλλά του συνόλου του ποιητικού της έργου. Σε ένα από τα αρτιότερα και πλέον χαρακτηριστικά της ποιήματα, το «Διακοπές στο κρεβάτι», διαβάζουμε:
Ν’ αφήνεις τα επίγεια
με τη βαθιά ματιά σου,
ν’ ατενίζεις τον καταγάλανο ουρανό,
που δεν ξέρεις από που αρχίζει
και που τελειώνει.
Άκακος κι ανήμπορος να υπάρχεις,
ν’ αναπνέεις πάνω σε βράχο μοναχικό,
που γλίστρησε απ’ την αρμονική
αγκαλιά του σύμπαντος.
Βράχος μοναδικός,
σαν γυναίκα κακοπαντρεμένη μοιάζει,
που με ξέπλεκα μαλλιά
μπερδεύτηκε με την ανθρώπινη κοπριά,
κολυμπά μες στην ασέβεια της ομορφιάς της,
στην ευτέλεια και τη σήψη,
στη χυδαία ασυδοσία.
Κι εσύ, ανάσα την ανάσα, χωρίς ιστία,
ν’ απολαμβάνεις διακοπές στο κρεβάτι σου.
Ποίημα που ξεχωρίζουμε μαζί με τα προαναφερθέντα: το «Έχοντας γευθεί», τη «Θεά απαστράπτουσα», και το «Τραγούδι για την πόλη», ποίημα που αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και αξίζει να επίσης να δούμε, έστω στα κύρια του σημεία, αφού πρώτα σημειώσουμε την μετα-βαφοπουλική του τροχιά, που εφάπτεται στο κλίμα της «Άλλης ποιητικής Θεσσαλονίκης»:
Πόλη από ανθρώπους αδειανή
με κτήρια αποστεωμένα,
όμοια με δέντρα αποξηραμένη [...]
Πόλη σαν κέλυφος αυγού
χωρίς το περιεχόμενό του […]
Μια ερημιά που όλο φουντώνει,
απλώνεται παντού […]
Μόνον οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου
γνέφουνε για συντροφιά.
Εκεί, πλάι στης θάλασσας το γαλάζιο.
II
Ποίηση μεταξύ «Εσωτερικής Βασιλείας»1 και «Εξωτερικής περιδίνησης»
Η ποιήτρια Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου με το βιβλίο της Με τη ματιά του Κούρου, απομακρύνεται από την ποίηση της ηττοπαθούς προσαρμογής και της κρυψίβουλης −γεμάτης αυταπάτες αυτο-αποκαλυπτόμενης ή καθ’ εαυτό εμφανιζόμενης− «Εσωτερικής Βασιλείας» και γέρνει προς την ποίηση της «Εξωτερικής περιδίνησης». Πρόκειται για μια ποίηση που αρνείται να ομολογήσει στον εαυτό της τη μη λειτουργικότητα και την αδυναμία της και δεν δέχεται, πρωτίστως να α υ τ ο-χαρακτηριστεί ως ανίκανη ή και ως διακοσμητική. Έτσι, η Τόκα-Καραχάλιου διαποτίζει το έργο της με την εποχή ή του επιτρέπει ένα ιστορικο-κοινωνικό σπινθηρισμό, βλέποντάς το, με την απόσταση των χρόνων της, ως σύνολο. Κι εκεί αφήνεται να σμιλευτεί, με το πρόσωπό της γυμνό, από τους ανέμους των καιρών. Σε μια νηνεμία μετά από μια ακόμη τρικυμία ή σε μιαν άλλη ανάγνωση μας παρασέρνει σε ένα media res (δηλ. ‘εν μέσω της πλοκής’).
Γράφει μάλιστα ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του, με τον οποίο συνδιαλέγεται υπόγεια η συλλογή: «Στο βάθος του Πίνακα πάντοτε η Ελλάδα με τα πεπρωμένα της. Μέχρι το τέλος από πόνο σε πόνο μέχρι τον έσχατο Πόνο –τότε έτρεξε η θάλασσα κι η ψυχή τους έπλεε στην πίκρα και παραπατούσαν σαν μεθυσμένοι»2. Και σε μια ακόμη σκηνή, ανένταχτη, συνεχίζει ο γενάρχης της ποίησής μας:
Για κοίτα εκεί χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα
Και βγαίνουν άνθια πλουμιστά που τρέμουν στον αέρα
Λούλουδα μύρια που καλούν χρυσό μελισσολόι
άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, που κρύβουνε τη χλόη·
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
Η Ανατολή τ’ αρχίναγε, κι ετέλειωνέ το η Δύση […].3
________________1 O Antorno αναφερόμενος στο «Inneres Konigtum» στην «εσωτερική» δηλ. «βασιλεία», υπαινίσσεται σαφώς τον Heidegger και τη μελέτη του “Holderlin und das wesen der dichtung” (όπως σωστά παρατηρεί ο Π. Σούρλας στο T. W. Adorno, Σε τι χρησιμεύει ακόμη η φιλοσοφία, παραπέμποντας στο Inneres reich του Heidegger). Εύλογα, ο αρνητικός σχολιασμός αυτής της ποιητικής στάσης (της «Εσωτερικής Βασιλείας») στοχεύει και στον ίδιο τον Holderlin, πέρα από τον Heidegger. Ο φιλόσοφος βέβαια τα βάζει κυρίως με τον φιλόσοφο, και αντίστοιχα θα μπορούσαν να αλληλοκατηγορούνται οι ποιητές μεταξύ τους βάση του κράματός τους και της στάσης τους. Το θέμα της «παθητικότητας» στον υπερευαίσθητο Holderlin, που στην περίπτωση του οδήγησε στην τρέλα, προφανώς απαιτεί ξεχωριστή μελέτη. 2 «Allora έτρεξε η θάλασσα e la loro anima έπλεε nell’ amarezza e sui piedi tentennavano come ebri», (ΑΑ 21, ΑΕ 413 β 11-13).3 (ΕΒ 97, ΑΕ 422 β 1-19). 4 Βλ. Γιάννης Δάλλας, «Il componimento, Η οργάνωση και αναδιοργάνωση μιας σύνθεσης», Σκαπτή ύλη, Από τα Σολωμικά μεταλλεία, εκδ. Άγρα, 2002, σσ. 192-193.
Στον Σολωμό, στην χωροχρονική ακμή, στην κορύφωση δηλαδή της οπτασίας της Πατρίδας που υποδέχεται νεοκλασικά σωματοποιημένη τα ταλαίπωρα παιδιά της, «δοκιμάζεται να συνηχήσει όλος ο χρόνος: και ο πρότερος και ο ύστερος (του παρόντος και του μέλλοντος), κι ο πραγματικός και ο φανταστικός, και ο φυσικός και ο μεταφυσικός ακόμη»4. Στην Καραχάλιου αντίστοιχα, κατά τις επιστολές του Κούρου προς την Κόρη και τη μη επιστροφή της Κόρης στην ιδιαίτερη πατρίδα, συμβαίνουνε και συνηχούν τα παραπάνω, όμως στην περίπτωσή της κατά βάθος, παρά τη δεδηλωμένη της πίστη, ως αδιέξοδα. Καθώς ο λώρος που συνδέει την Κόρη με την πατρίδα, τα μητρικά μαρμάρινα σπλάχνά της και με τα χέρια που της δώσαν άλλοτε τη μορφή της, είναι οριστικά κομμένος. Κι εκεί το ποίημα λειτουργεί ως μια αυλαία, όχι μόνο μιας ζωής, αλλά και μιας αντίληψης. Ως ένας μπαλτάς που πέφτει επαναληπτικά, με τη σακάτικη πατρίδα να σιγοσβήνει και να τρέμει σφαδάζοντας:
κι εμείς στη σήψη οδηγημένοι
σαν αστέρια τρεμουλιάζουμε
καλώντας σαφώς προς μια ενηλικίωση.
Στο ποιητικό βιβλίο λοιπόν Με τη ματιά του Κούρου δεν υπάρχει τρόπος μυθο-ποιητικής διαφυγής, ούτε για μια στιγμή, και έτσι "Το χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κ' ευθύς εγιόμισ' άνθη" (Σολωμός) είναι χάσμα στο χρόνο μόνιμο, σταμάτημα με αναθυμιάσεις και διαρκείς −για την ώρα− μικροσεισμούς και μετασεισμούς, ενός γεγονότος σαφώς μεγαλύτερου που μας ξεπερνά. Κι εκεί «εμείς», οι εδώ παρόντες, με τις σάρκες μας, λειτουργούμε ως ευαίσθητοι δέκτες, επικείμενων και επαναληπτικών καταστροφών. Βουλιάζουμε προεξοφλώντας αν όχι το αδύνατο της άνθησης, τουλάχιστον το ανέφικτο του αυτοπροσδιορισμού και της αυτορρύθμισης, που ποικίλει από ζητήματα πολιτικής, αν όχι και πολιτιστικής ταυτότητας, υπογραμμίζοντας επαναληπτικά το αμετάκλητο της προγραφής μας. Καθιστώντας μας μεταπράτες στην καλύτερη των περιπτώσεων (με εξαίρεση ίσως την ποίηση και ίσως κάποτε την επιστήμη). Στον 20ο αιώνα επιπρόσθετα διχασμένοι (σε αριστερά και δεξιά) έναντι του ενοποιητικού και οραματικού, στα πλαίσια της εθνογένεσης, 19ου αιώνα στον Σολωμό και με το χάσμα παρόν και στις αρχές του 21ου που αποκαλύπτεται ολοένα και πιο χαοτικό, πολύπτυχο και ρηγματώδες.
Κι εφόσον η ποιήτρια αποκλείει την διαφυγή προς την προκοινοτική κραυγή, τη συναισθηματική εκτόνωση και την από εκεί απευθείας ώθηση στην ποίηση, πώς θα αποκατασταθεί η όποια «ομαλότητα» στη νέα επαναληπτικά αδιέξοδη ψευδή επανεκκίνησή μας (στην μεταπολίτευση και τώρα στη διαρκώς
ελεγχόμενή μας χρεωκοπία εντός της ευρωζώνης); Όλα μοιραία συρρέουν σε έναν τόπο, σε μια σύντηξη. Κι εκεί συναντώνται οι τρεις στιγμές μαζί του χρόνου: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Στον χώρο που αναδύονται κυρίαρχα τα ποιήματα αυτής της συλλογής, στο ενδιάμεσο Αθήνας και Βερολίνου, στο Θερμαϊκό κόλπο, στην κούφια Θεσσαλονίκη, στα ερείπια τέλος και στην τέφρα. Ή με τα λόγια της ποιήτριας αυτή τη φορά:
αποκαΐδια τραγικά οι πράξεις μας
κι ο τόπος να βουλιάζει σε άναρχα νερά.
(«Τη ζωή μας εμπιστευτήκαμε»)
ή αλλιώς, στα πλαίσια της ποιητικής έκπληξης και δύναμης:
ολόγυρα σεντόνι από παπαρούνες η σιωπή
(«Θα παραμένεις»)
ΙΙΙ
Ποιήματα-πράξεις. Μια γόνιμη παρακαταθήκη
Πρόκειται, για να δώσουμε μια άλλη διάσταση τέλος, για ποιήματα πράξεις, που άλλοτε λειτουργούν ως αιμάτινες και θυμωμένες γροθιές που διαχέονται στο μαύρο και στη σήψη, και άλλοτε καλούν προς μια περισυλλογή και προς ένα βούλιαγμα.
Το αποσπασματικό σε ένα τέτοιο κλίμα παραμένει βέβαια κυρίαρχο. Το ρηγματώδες μες στον πέτρινο τόπο και οι δίνες εντός του υγρού στοιχείου, εμφανίζονται ως ο κανόνας. Καμία διαφυγή δεν φαίνεται να είναι δυνατή. Και άρα ούτε η επιστροφή της Κόρης στην πατρίδα −που δεν τίθεται στη συλλογή ως ζήτημα− δεν θα πρόσθετε κάτι σε αυτή την κατεύθυνση, που έχουμε ήδη πάρει. Όσο μάλιστα προχωράει η συνειδησιακή ενότητα των χρονικών στιγμών τόσο περισσότερο διαρρηγνύεται η συνειδησιακή ταυτότητα της ποιήτριας, ως σύγχρονου κατακερματισμένου υποκειμένου, που ενώ αφηγείται τα τεκταινόμενα γίνεται και η ίδια, και σαφώς το αναγνωρίζει, τεκταινόμενο. Διαρκώς απομακρύνεται και απομακρυνόμαστε από τη «ματιά του Κούρου», όπως και όλοι μας προφανώς απομακρυνόμαστε από την Αρχαία Ελλάδα.
Αξίζει βέβαια να προστεθεί εδώ, παρενθετικά, προς την αποφυγή πιθανών παρανοήσεων, πως το «νόημα», ακολουθώντας τη γραμμή των Σωσύρ και Ντεριντά, όχι απλά απέχει από την προηγούμενη επί αιώνες κυρίαρχη ιδέα ότι δηλαδή υφίσταται ανεξάρτητα από τη γλώσσα, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα των διαφορετικών και διαφορικών σχέσεων των σημαινόντων. Άρα, εφόσον παραμένει συνάρτηση της ομιλίας και του κατασταλάγματός της στη γραπτή μορφή –και κατ’ επέκταση της καλλιτεχνικής εκφοράς– συγχωνεύει τη θέαση του ομιλούντος καλλιτεχνικού υποκειμένου, δηλαδή της ποιήτριας Καραχάλιου εν προκειμένω, με την κίνηση και τις εκφάνσεις του κόσμου και συγκεκριμένα με την σημερινή, καθημαγμένη Ελλάδα, με τα φορτία της επίσης παρόντα.
Εύλογα επομένως η γραφή, πόσο μάλλον η τέχνη, παράγει άλλα νοήματα σε διαφορετικά −δυνητικά απεριόριστα− συγκείμενα, και άρα παραμένει ανοιχτή στη λειτουργία της και στις δυνατές της αναγνώσεις. Άρα εύλογα, όχι μόνο εμείς, αλλά και η ίδια η ποιήτρια, δεν φαίνεται να «κλείνει» το ποίημα και τη συλλογή στη δική της ερμηνεία και άρα είναι άστοχο να της ζητήσουμε να ερμηνεύσει τα δημιουργήματά της, άσχετα αν κυριαρχεί συχνά ο τόνος του πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου. Βέβαια η ποίηση επεμβαίνει «διορθωτικά» και αποκαθιστά την ποιητική «τάξη».
Κι εδώ εφόσον εισήλθαμε στον τόπο της «θεωρίας του νοήματος», θα ήταν χρήσιμο έστω σύντομα και πλησιάζοντας προς το κλείσιμο να σταθούμε στην Τζούλια Κρίστεβα η οποία ορθά σημειώνει πως:
Η θεωρία του νοήματος σήμερα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι: είτε θα παραμείνει μια προσπάθεια τυποποίησης των νοηματικών συστημάτων, αυξάνοντας την πολυπλοκότητα των λογικομαθηματικών εργαλείων που της επιτρέπουν να διαμορφώσει μοντέλα βάσει μιας (ήδη αρκετά απαρχαιωμένης) αντίληψης για το νόημα ως ενέργημα ενός υπερβατολογικού εγώ, αποκομμένου από το σώμα, το ασυνείδητο και την ιστορία του· είτε θα εναρμονιστεί με τη θεώρηση του ομιλούντος υποκειμένου ως διχασμένου υποκειμένου (συνειδητό/ασυνείδητο)5.
Ανοίγοντας έτσι το ζήτημα αφενός στις βιο-φυσιολογικές του διαδικασίες και αφετέρου στους κοινωνικούς περιορισμούς (τις οικογενειακές δομές, τους τρόπους παραγωγής κ.λπ.) δείχνοντας, στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ, πως η Καραχάλιου μετεωρίζεται μεταξύ των δύο αυτών στάσεων.
Κι επομένως, συμφωνώντας με την Κρίστεβα, το υποκείμενο της πρακτικής –στην περίπτωση που μας απασχολεί, η ίδια η ποιήτρια– δεν μπορεί να είναι το υπερβατολογικό υποκείμενο (όπως συναντάται συχνά στον Θέμελη και στον Βαρβιτσιώτη και σαφώς ενοχλεί στις μέρες μας), αλλά ένα ον που αναγνωρίζει την μετατόπιση του «εντός» του ομιλούντος υποκειμένου (ενδεικτικά του Ν. Βαλαωρίτη, του Κακναβάτου, του Παγουλάτου) ή που σχηματίζεται με την ίδια την άρθρωση ή την εκφορά του λόγου, ανανεώνοντας διαλεκτικά και αμφίδρομα την τρέχουσα τάξη που κάθε φορά επικρατεί στο δίχτυ –του κόσμου, της γλώσσας, του νοήματος– όπου και το υποκείμενο έχει πιαστεί χωρίς ελπίδα να διαφύγει. Κι εδώ ακριβώς είναι που αναδύεται και εξηγείται και η «αισιοδοξία» της Καραχάλιου, η αμφίδρομη δηλ. σχέση της με το πραγματικό. Και άρα συγχρονιζόμενη και με την τρέχουσα και διαρκή θέση των Γάλλων επίμονα καλεί προς μια συν-διαμόρφωση και μια συμ-πόρευση επαν-αξιώνοντας την αξιοπρέπεια άσχετα ή πέρα από τη συνενοχή και τη συνοχή. Κι εκεί είναι που επίσης διαλέγει το όχημα του Κούρου και έτσι κατορθώνει να μην αναρωτιέται ο αναγνώστης ποιος και από που αρθρώνει τον λόγο, κρατώντας και δηλώνοντας ταυτόχρονα τη μόνιμη και αμετάκλητη απόσταση της από τη νέα ψευδο-Ρώμη των καιρών, το Βερολίνο.
______________________ 5 Julia Kristeva, «The System and the Speaking subject», The Times Literary Supplement, 12.10.1973, σσ. 1249-1250. Στα ελληνικά «Το σύστημα και το ομιλούν υποκείμενο», στο Η λογοτεχνική θεωρία του 20ου αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2013 σσ. 216-217.
Η ποιήτρια βέβαια ως η έμβια ύλη, έως τέλους, ως ένας οργανισμός που αυτο-αναφέρεται, «υπόκειται τόσο σε βιολογικούς περιορισμούς όσο και σε κοινωνικούς κ.λπ. κανόνες»6 και ως τέτοια, ως έμβια ύλη δηλαδή λειτουργεί μέσω του ποιήματος ως μετα-γλώσσα (όπως η σημειωτική στην Κρίστεβα) θέτοντας σε κίνηση μια ετερογένεια. Δηλαδή «τη στιγμή ακριβώς που μιλά για ένα φαινόμενο, το ομογενοποιεί, το συνδέει με ένα σύστημα, το χάνει από το οπτικό του πεδίο»7. Και εκεί ζητούμε προφανώς από την ποίηση να λύσει αυτό το αδιέξοδο, στο οποίο η ίδια συμμετέχει ή και προκαλεί, προτάσσοντας τι άλλο; τον εαυτό της, δηλ. την ίδια την ποίηση. Κι έτσι, σε αυτό το πλαίσιο, διαβάζουμε, από το σύνολο του έργου της Καραχάλιου αυτή τη φορά:
«Ζωή,
Κόρη συμπαντική
σαν Παναγία»
«πουλιά που λευτερώσαμε
στον ουρανό της ολοπόρφυρης σιωπής μας»
«τα μάτια μας σαν ζαφείρια να λάμψουνε
στις διαμελισμένες ημέρες»
όπως και: «η βλάστηση της νύχτας από λάβα»
Και συνεχίζει η Κρίστεβα:
Μόνο σήμερα και μόνο με βάση μια θεωρία του ομιλούντος υποκειμένου ως υποκειμένου μιας ετερογενούς διαδικασίας, μπορεί η σημειωτική [η ποίηση στην περίπτωσή μας] να δείξει ότι αυτό που βρίσκεται εκτός του μεταγλωσσικού τρόπου λειτουργίας –το «υπόλοιπο», το «απόρριμμα»– είναι εκείνο που, στη διαδικασία του ομιλούντος υποκειμένου, αντιπροσωπεύει τη στιγμή κατά την οποία αυτό τίθεται σε κίνηση, δικάζεται, εκτελείται: μια ετερογένεια ως προς το σύστημα, που λειτουργεί εντός της πρακτικής και που κινδυνεύει, αν δεν γίνει αντιληπτή ως αυτό που πραγματικά είναι, να πραγμοποιηθεί σε μια υπερβατικότητα. _______________________ 6 Ό.π., σ. 218.7 Ό.π., σ. 219. Κι αυτό ακριβώς το «υπόλοιπο» που συλλαμβάνεται, κατέχεται και συντηρείται μετασχηματισμένο από το ποίημα −και σε ποίημα−, ανανεώνει και μεταποιεί όχι μόνο το τρέχον «καθεστώς» του νοήματος, αλλά και τους τρόπους που αυτό δομείται και ανταλλάσσεται, ανανεώνοντας μέχρι και την ίδια την τάξη της γλώσσας (βλ. Τζόυς, Μανσούρ, Μαστοράκη), αμφισβητώντας εύλογα και τον εκφορέα του λόγου, δηλαδή τον ίδιο τον ποιητή −πόσο μάλλον εμένα και εσάς, ως πομπό και ως δέκτες− ο οποίος, ποιητής, βγαίνοντας ή απομακρυνόμενος από το υπερβατολογικό του εγώ, και άρα από τα λογικά συστήματα που τον συγκρατούν και τον συνέχουν, δείχνει προς την «διάρρηξη» και άρα «την ανανέωση του κοινωνικού» και του πολιτισμικού ευρύτερα «κώδικα». Και εκεί είναι που μας ενδιαφέρει περισσότερο η περίπτωση των ποιητών και συγκεκριμένα η ποίηση της Καραχάλιου.
Άρα η λογοτεχνία, και ιδίως η ποίηση, όχι απλά δεν είναι ένα διαφανές μήνυμα, αλλά αφήνει ένα υπόλοιπο απροσδιοριστίας (εδώ πλέον βρισκόμαστε σέ ένα υπόλοιπο του καταλοίπου σε μιαν ανάγνωση) το οποίο επιτρέπει στον ποιητή −όπως και στον αναγνώστη− να εισέλθει στο ποίημα, και εκεί σε μια ενεργό συναλλαγή να ανακατασκευάσει αν όχι το ρευστό της ταυτότητάς του, την θεώρησή του και το σχετικό της δυναμικά μετατοπιζόμενης θέσης του. Μια κατάσταση που συνδέεται τόσο με την άμυνα και την προσδοκία, όσο και με τη φαντασίωση και τη μεταμόρφωση. Θέματα που μπορεί ο καθένας να παρακολουθήσει στην ποίηση της Μελίτας Τόκας-Καραχάλιου, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ενδεικτικά τα τέσσερα παραπάνω σύντομα αποσπάσματα, προσέχοντας το κατάλοιπο-υπόλοιπό τους και βάση αυτών μπορεί να σαρώσει το σύνολο του έργου της. Και άρα να ανοιχτεί σε ζητήματα ανακατασκευής και τοποθέτησης της ατομικής και της συλλογικής μας ταυτότητας και θέσης, η οποία στην περίπτωσή μας θα μπορούσε να ξεκινά επαναληπτικά από την ποίηση, ξεκινώντας από τον γενάρχη μας Διονύσιο Σολωμό και φτάνοντας μεταξύ πολλών εναλλακτικών διαδρομών μέσω του Βαφόπουλου και του Θέμελη στην Καραχάλιου. Ως μια εκ των πολλών −και εκ των πραγμάτων− διαφορετικών διαδρομών.
Αλεξάνδρα Αθανασίου
Μελίτα Τόκα – Καραχάλιου
Από την εκδήλωση που έγινε για την ποιητική συλλογή της Μελίτας Τόκα - Καραχάλιου "ΜΕ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΡΟΥ", στην Κερατέα Αττικής στις 11/12/2016 στο πολιτιστικό τους κέντρο "Χρυσή Τομή"
Η ποίηση της Καραχάλιου κινείται
μπορούμε να πούμε στην εξέλιξη του μετασυμβολισμού προς τον υπερρεαλισμό. Πραγματωμένη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας
του 80’, χαρακτηρίζεται από έντονο βιωματικό στοιχείο, αναφορές σε υπαρξιακά
θέματα, όπως η μοναξιά, η περιθωριοποίηση και τα ψυχολογικά αδιέξοδα. Είναι μπολιασμένη με έναν ελεγμένο αυτοματισμό
στη γραφή που χαρίζει μια μοναδική φυσικότητα στον λόγο, καθιστώντας την
απολύτως ικανή να μιλήσει παράλληλα και για σύγχρονα ουσιώδη ζητήματα που
αφορούν το σύνολο της κοινωνίας και όχι μόνο για τις πτυχές του ευαίσθητου
ψυχικού μας φάσματος.
Αξιοσημείωτη είναι η συμβολή της
Καραχάλιου στη σχηματική ποίηση, είδος που κατά τη γνώμη μας δεν είναι πολύ
γνωστό στο ευρύ κοινό. Ως ποιήτρια και
ιδεογραμματογράφος εντάσσεται στην γραμμή και την εξέλιξη αυτής της τέχνης,
πρωτοστατώντας με τους εξαιρετικούς στο είδος Μιχαήλ Μήτρα και Κώστα
Γιαννουλόπουλο. Ενδεικτικά ιδεογράμματά
της είναι ο "σαλίγκαρος" και το "ενας μικρός κύκλος
στιγμής". Εξηγώντας περαιτέρω, “σχηματικά ή
σχηματογραφικά ή καλλιγραφήματα είναι τα ποιήματα που είναι γραμμένα με τέτοιο
τρόπο, ώστε οι στίχοι να σχηματίζουν μια γραφική παράσταση, μια συγκεκριμένη
εικόνα” (Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων). Η σχηματική ποίηση είναι ένας ιδιαίτερος
τρόπος γραφής που συνδυάζει την αρμονία αλλά και την κίνηση μέσα από την
αποτύπωση, όχι απλά λέξεων, αλλά ιδεών.
Η Καραχάλιου, λοιπόν, μάς έχει
χαρίσει δύο ήδη συλλογές ιδεογραμμάτων στο σύνολο των 11.
Τα ποιήματά της ξεχωρίζουν για τον
συγκρατημένο λυρισμό και το νεο-ρομαντικό τρόπον τινά πάθος τους, με το οποίο
ψηλαφίζουν τις μοναχικές υπάρξεις σε αστικά περιβάλλοντα, φέρνοντας έναν αέρα
παλιάς μετα-συμβολικής Θεσσαλονίκης. Η
ίδια επιλέγει να εκφραστεί μέσω του εξομολογητικού μονολόγου κάνοντας μία τομή
στην ψυχή της μέσω βαθέων ενδοσκοπήσεων.
Και ενώ το αδιέξοδο, η απώλεια, η αγωνία της ύπαρξης και η μοναξιά
θεριεύουν, εκείνη κατορθώνει να πάρει μια ανάσα ζωής στα ποιήματά της,
βρίσκοντας ως μόνη διέξοδο τη συνομιλία με τον «άλλον», τη συμβίωση με τον
κόσμο, χωρίς όμως να το κατορθώνει. Το
βιωματικό-φαντασιακό υπόστρωμα της ποίησής της, η συγκρατημένη λυρική της
διάθεση, η οικειότητα του εκμυστηρευτικού της τόνου την απομακρύνουν από την
αυτόματη γραφή και από την ενιαία νοηματική αλληλουχία του ποιήματος. Τα θέματα του επερχόμενου θανάτου, η απουσία,
η δίψα για νόημα και πληρότητα εντός του κόσμου συγκινούν τον αναγνώστη,
κάνοντάς τον κοινωνό του ποιητικού της κόσμου.
Η συλλογή «Με τη ματιά του Κούρου» είναι
εμπνευσμένη από την πόλη της Κερατέας, τη φύση και τους ανθρώπους της. Είναι θα λέγαμε εμβληματική του κερατιώτικου
τοπίου και της αγροτικής παράδοσης των κατοίκων. Αισθητοποιεί τη φυσική ομορφιά αγκαλιάζοντας
το χώμα, την πέτρα, την ελιά, το αμπέλι.
Μέσα στη γη κρύβονται οι καρποί του αρχαίου μας πολιτισμού. Τα σημάδια που άφησε για μας η Ιστορία, τα
οποία τείνουν να απορροφηθούν και να εκμηδενιστούν από τους ιθύνοντες της
καθεστηκυίας τάξης. Στο φόντο αυτό οι
άνθρωποι αγωνίζονται ενωμένοι. Παλεύουν
αγόγγυστα για έναν κοινό σκοπό, για την αξιοπρέπεια, για την ειρήνη ενάντια σ’
έναν δυνάστη αμείλικτο και βλοσυρό, ο οποίος καραδοκεί σε κάθε βήμα της χαράς
και της ελπίδας μας. Η αδικία, η
εκμετάλλευση και η απόγνωση υπαγορεύουν την αντίσταση ως μόνη λύση, ώστε να
ζήσουμε ένα καλύτερο αύριο. Ωστόσο, ο
κύκλος της ζωής δείχνει πως οι ένοχοι πάντα τιμωρούνται. Αποκαθίσταται η δικαιοσύνη και επέρχεται η
πολυπόθητη λύτρωση. Μέχρι τότε όμως, οι
νέοι πληρώνουν το τίμημα. Οι αυριανοί
πολίτες. Αυτοί σηκώνουν τα βάρη μιας
ανθρωπότητας και γι’ αυτούς οφείλουμε ν’ αγωνιστούμε.
Γι’ αυτούς αγωνίζονται και οι ποιητές
μας. Η πνευματική και καλλιτεχνική
κοινότητα ευαισθητοποιείται συχνά από τα εκάστοτε κοινωνικά και απελευθερωτικά
κινήματα, δίνοντας τον παλμό μέσα από λέξεις, στίχους, μουσικές, εικόνες. Εμπνέονται από την πραγματικότητα γύρω τους,
όπως και εμπνέουν τους αποδέκτες του μηνύματός τους. Σχολιάζουν, επαινώντας ή ψέγοντας και
καυτηριάζουν τα κακώς κείμενα. Οι
άνθρωποι του πνεύματος μπορεί να μη βρίσκονται πάντοτε στην πρώτη γραμμή των
γεγονότων, δημιουργούν όμως τη ραχοκοκαλιά της ιδεολογίας του κοινωνικού
συνόλου και δείχνουν σταθερά προς τη σωστή κατεύθυνση, όταν οι μάζες χάνουν τον
δρόμο τους. Είναι μέρος ενός συνεχούς
κύκλου ιδεών. Αποτελούν πότε τους
δημιουργούς και πότε τους αποδέκτες τους, καθιστώντας την κοινωνία και την τέχνη
δύο αναπόσπαστα συγκοινωνούντα δοχεία.
Πέτρος Γκολίτσης
Η "άλλη" ποιητική Θεσσαλονίκη
Θέμελης, Βαρβιτσιώτης, Φάλκος,
Νικηφόρου, Καραχάλιου, Λουκίδου
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ - ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ - ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
(1980 - 2013
"Απόψε ο ουρανός είναι πιο χαμηλός
βαραίνει πάνω στους ώμους σου
και η σκιά του μας σκεπάζει απειλητικά"
("Για μια ακόμη φορά", Η νύχτα γεννιέται υγρή)
Ι
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από τα ιδιαίτερα, κατά τη θεώρησή
μας, ιδεογράμματα της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου, τα οποία και θα παραθέταμε και
θα συζητήσουμε συσχετίζοντας τα με άλλα της εγχώριας και της διεθνούς «παραγωγής»,
αλλά η περιοχή αυτή έχει καλυφθεί από τον φιλόλογο και διευθυντή του γνωστού
και ιστορικού περιοδικού «Φιλόλογος», Γιάννη Τζανή, στον οποίο και
παραπέμπουμε. Ωστόσο ας σημειώσουμε πως η Καραχάλιου ως ποιήτρια και
ιδεογραμματογράφος εντάσσεται στην γραμμή και την εξέλιξη αυτής της τέχνης
πρωτοστατώντας με τους εξαιρετικούς στο είδος Μιχαήλ Μήτρα και Κώστα
Γιαννουλόπουλο. Ενδεικτικά τα ιδεογράμματα της Καραχάλιου ο «σαλίγκαρος» και ο
«ένας μικρός κύκλος στιγμής» στολίζουν πραγματικά τα γράμματά μας και
προσθέτουν στο σύνολο του ποιητικού μας σώματος εν γένει. Αξίζει να σημειώσουμε
επίσης πως θα ήταν ιδανικό να δούμε ένα εκ των δύο ή κάποιο άλλο, ως εξώφυλλο
στον συγκεντρωτικό της τόμο.
Ας
περάσουμε λοιπόν στην ποίησή της. Η ποίηση της Καραχάλιου κινείται θα λέγαμε
στην εξέλιξη του μετα- συμβολισμού προς τον υπερρεαλισμό, διατηρώντας εσωτερικούς
τόνους και τομές που ανακαλούν μια κίνηση που διασχίζει τον ρομαντισμό μέχρι
τον υπαρξισμό, προσπερνώντας —σε μιαν ανάγνωση— τον μοντερνισμό, ενώ
ταυτόχρονα φαίνεται να νοσταλγεί μια μορφή του κλασικού. Ας δώσουμε εδώ ένα
παράδειγμα, για όσους αγνοούν το έργο της:
Όσο
ξεμακραίνεις θα θυμάσαι τις λέξεις
Που
αποκρυπτογράφησες στης αστραπής τη χώρα.
Όσο
ξεμακραίνεις οι λέξεις φλέγονται
σαν παπαρούνες στην ομίχλη.
Όσο ξεμακραίνεις μια
άνοιξη αγύρτισσα
σπαρταρά στους βαθύφωνους του ουρανού λειμώνες.
(«Όσο ξεμακραίνεις», Ανάφλεξη
στιγμών)
Πρόκειται
για μια ποίηση συγκρατημένου λυρικού οίστρου και νεορομαντικού, θα λέγαμε,
πάθους, η οποία αφήνει πίσω της μια ποιητική αίσθηση που συγγενεύει με την
αίσθηση που αφήνει η μουσική τζαζ (η προ- Κολτρέιν, Μάιλς Ντέιβις μουσική) και
μεταγράφει ποιητικά τον αστικό χώρο, κυρίως από την κλίμακα των διαμερισμάτων
και των δωματίων, γινόμενη φορέας και εκφραστής των μοναχικών υπάρξεων της
πόλεως, φέρνοντας κι έναν αέρα παλιάς μετα-συμβολικής Θεσσαλονίκης. Στην γραμμή
που χάραξαν ο Βαφόπουλος, αλλά κι ο Θέμελης κι ο Βαρβιτσιώτης, και οι
πεζογράφοι κυρίως του «εσωτερικού μονολόγου» της Θεσσαλονίκης, επιλέγει να
εκφραστεί μέσω του εξομολογητικού μονόλογου (ένας μονόλογος γεμάτος με ανθρωπιά
και εγκαρτέρηση στην περίπτωσή της) περνώντας στο μέσο ενός έρημου κόσμου και
στην καρδιά της αποξένωσης του όντος —σαν άλλο ξέφωτο του Χάιντεγκερ— όπου και
στέκεται ποιητικά ακίνητη και διακριτή, μεταθέτοντας την αφαίρεση του προσώπου
της από τον χρόνο. Εκεί, με τις βαθιές ενδοσκοπήσεις της και τις εύστοχες
ματιές της στον περιρρέοντα χώρο, καταθέτει έναν λόγο πυκνό και βαθύ
συνδυάζοντας με τρόπο νέο, την ορμητικότητα με την αυτοσυγκράτηση, και το νεύρο
με την ωριμότητα και την απόσταση των χρόνων.
Τώρα
δεν αποζητώ τον ήλιο μου.
Τώρα
τον φορώ κατάσαρκα,
σημάδι
αίσθησης αφής που καίει,
καθώς
η γη, με ‘κείνο το παράφορο πράσινο,
δίνει
τον πιό χυμό της
αρδεύοντας
το χρόνο,
που
θέριζε προσδοκίες με γράμματα άηχα,
σε
πέτρες χαραγμένες.
Μετάλλαξη σε ζωοφόρο
καθρέφτη η όψη μου διεργάζεται το δικό μας Έαρ,
(«Τώρα», Ανάφλεξη στιγμών)
Η ποιήτρια παρόλο που εφάπτεται ενός ερμητισμού
τύπου Ουνγκαρέτι, κι ενώ παραμένει ταγμένη σε μια λιτή, ουσιαστική, ωστόσο
κρυπτική —εν μέρει— ποιητική ομιλία, μας κάνει κοινωνούς μέσω της ποίησής της,
τόσο της εύθραυστης φύσης της και της τρυφερής λεπτότητάς της, όσο και του
μοναχικού ποιητικού της πάθους.
Η Καραχάλιου βαθιά προσηλωμένη στα μεγάλα
προβλήματα που συγκλονίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και φλεγόμενη από το αδιέξοδο
της καταστάσεως μας, σε υπαρκτικούς κυρίως όρους, εκφράζει την αγωνία και την
μοναξιά του έμβιου, αυτο-αναφερόμενου, φθαρτού, πεπερασμένου και ανεκπλήρωτου
όντος, μεταθέτοντας την εκπλήρωση και την πραγμάτωσή του, όχι εκτός αλλά εντός
του κόσμου. Ως ενθαδική ύπαρξη η ποιήτρια, θέτει το «εδώ» ως τον τόπο της
εκπληρώσεως, και με μια ποίηση χωρίς πολλά φραστικά στολίδια, υποβάλει
φορτίζοντας τις λέξεις της με ένα θρησκευτικό —κατά βάθος— συναίσθημα που
προκύπτει στην επαφή της με την ιερότητα, τη σημασία και το αναντικατάστατο
του κόσμου.
Διεπόμενη από την αγωνία του θανάτου, αμφιβάλλοντας
και ασφυκτιώντας εντός ενός ιδιότυπου άγχους, μεταβάλλει το βίωμα της σε μια
γόνιμη καλλιτεχνική πεδιάδα, εντός της οποίας αναπτύσσονται και ανθίζουν τα
ποιήματά της. Μας λέει χαρακτηριστικά:
Κάποιες φορές συμβαίνει όταν τα χρώματα παίρνουν να ξεθωριάζουν η θάλασσα να σκοτεινιάζει αποκαμωμένη από την προσμονή.
Τότε οι όχθες της κεντούν
ένα τίποτα ανελέητο
από θλιμμένους παφλασμούς.
Και μέσα στην ταριχευμένη δοκιμασία
η νύχτα εκκρίνει πιότερη μνήμη κάτω από την υπεροψία των αστεριών, κάτω από τ’ ουρανού το πολυσύλλαβο ερωτηματικό («Κάποιες φορές», Ανάφλεξη στιγμών)
για να προσθέσει αλλού:
[...] Και στη σιωπή της
νύχτας
ανάμεσα σε ξαφνιάσματα με βήματα τρομακτικά, ακούω ακατάπαυστα τον αναστεναγμό του ανέμου με κλυδωνισμούς να με σπρώχνει στην ωκεάνια ανυπαρξία.
(«Ωκεάνια ανυπαρξία», Αποικία
Κοχυλιών)
Σε αυτό τον τόπο, εντός της ποίησης, κατορθώνει
να ανασάνει κάπως ελεύθερα μεταθέτοντας το συνολικό αδιέξοδό της. Σε μια
θρησκευτική συνομιλία με τον εαυτό της, βρίσκει ως μόνη έξοδο τη συμφιλίωση με
τον κόσμο, χωρίς ωστόσο να το κατορθώνει. Αποκρυπτογραφώντας μέσω της ποίησης
το αδιέξοδο και το μυστήριο του κόσμου έως τέλους, χωρίς να ενδιαφέρεται να
εκτονωθεί από την όποια προσωπική της φόρτιση, καθολικεύει το βίωμα της, και τη
σχέση της με το υπαρκτό, στοχεύοντας σε μία συστηματικότερη ανθρωποκεντρική
ενδοσκόπηση. Φορέας, επιτρέψτε .,ου τον νεολογισμό, μιας «ανθρωπινότητας»,
παλεύοντας με την ρευστότητα και την πολλαπλότητα του υποκειμένου, ανιχνεύει
και καταγράφει καλλιτεχνικά —χωρίς τους περιορισμούς του χωροχρόνου— πτυχές της
πολυεδρικότητας και της αντιφατικότητας της ανθρώπινης «ψυχής» και της αντίληψής
μας.
Ακολουθώντας, από άλλο δρόμο, ποιητικό, τους «εσωτερικούς
μονολόγους» των πεζογράφων που εμφανίστηκαν λίγο πριν και στο πρώτο μισό της
δεκαετίας του ’30 της Θεσσαλονίκης, αναφέρομαι εδώ κυρίως στους Γιαννόπουλο,
Δέλιο, Λευκό, Ξεφλούδα και λίγο αργότερα τον προεξέχοντα όλων, Πεντζίκη, ή
συναντώντας τους, ερχόμενη από τη γαλλική παιδεία και φορά της, γνωρίζοντας
τους Edouard Dujardin, André Gide, Marcel Proust, αλλά και
την Woolf, τον Joyce κ.α.,
μειώνει ή και καταργεί την εξωτερική δράση στα ποιήματα και στη θεώρησή της,
επιλέγοντας μια εξαντλητική —στην αποσπασματικότητά της— ποιητική προσέγγιση
που δεν οδηγεί πουθενά, επιλέγοντας να μεταφέρει τελικά το βίωμα ενός
εγκλωβισμού.
Ένας
εγκλωβισμός που συμβαίνει εντός της υπάρξεως, αφαιρώντας ταυτόχρονα από το
«επέκεινα» την όποια πιθανότητα όντως να συμβεί ή να συμβαίνει. Έτσι, ακολουθώντας
τα δαιδαλώδη μονοπάτια ενός εσωτερικού τόπου-μη τόπου, συναντά ενδεικτικά τους
«πολυπρόσωπους και ασπόνδυλους ανθρώπους» του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου (βλ. εδώ
και τη σημασία της σκιάς στην ποίησή της), μια καταδιωκόμενη «σκιά που συνεχώς
διαλύεται μέσα στα χέρια» του Στέλιου Ξεφλούδα, ή την ένταση της εκτόνωσης των
εσωτερικών αδιεξόδων, όπως συναντώνται στον Αρκάδιο Λευκό, και τέλος,
ενδεικτικά πάντοτε, συμπορεύεται με τον πολυφωνικό και πολύμορφο λογοτέχνη και
ζωγράφο, Ν.Γ. Πεντζίκη, ιδεογραμματογράφος και ποιήτρια η ίδια, άρα πυκνή
επίσης στην έκφρασή της, όσον αφορά στην συνειρμική ενορχήστρωση, μέσω
ασύνδετων φαινομενικά «παρατηρήσεων», του λογοτεχνικού υλικού, μεταμορφώνοντας ν καθημερινό βίωμα σε
«Καθαρτήριο Λόγο», που εξορκίζει μεταθέτοντας τον χρόνο-θάνατο, που καραδοκεί
και βασανίζει.
Σαν σε αρχαίο κήπο σκιάς
χτύπος φτερών σπαρακτικά πυκνώνει.
Σε αφουγκράζομαι από τότε.
Στης άπαρτης ψυχής το
φαράγγι,
πάνω στην τρεμάμενη χλόη
να σιγογλιστράς.
Στη φαντασία δάγκωμα
το πήγαιν’ έλα της βεβαιότητας, γέλιο στης ύπαρξης το μεγαλείο, ολοένα σιμώνεις, κύμα μαντατοφόρο, στης αμμουδιάς την πυρά.
Του φωτός εσύ, αέναη
κυοφορία μου,
γέννηση απαράμιλλη αιώνιας στιγμής μου.
(«Του φωτός εσύ», Ανάφλεξη
στιγμών)
Επιπρόσθετα, και οι δύο λογοτέχνες μας (Καραχάλιου και Πεντζίκης)
μεταμορφώνουν τον χωροχρόνο ανοίγοντας την κίνηση σε πολλαπλά επίπεδα,
διαστρωματώνοντας τις εικόνες και σχίζοντας-διασχίζοντας το υποκείμενο| στις
πολλαπλές εκφάνσεις του και στις μεταβαλλόμενες γωνίες λήψης και πρόσληψής του.
Όλοι οι προαναφερθέντες μαζί η ποιήτρια φυσικά, τελικά δεν κάνουν άλλο από να «εκτονώνουν κυρίως τα
πλούσια κοιτάσματα του υποσυνειδήτου τους» ή τα κατάλοιπα του εγκεφάλου τους
στην τριβή τους με τον κόσμο,
κατεδαφίζοντας την απόγνωση, την οποία ταυτόχρονα δομούν, φτιάχνοντας μια
περήφανη μοναξιά,
εντός της οποίας ταυτόχρονα ασφυκτιούν. Προσπαθώντας
λοιπόν να εισδύσουν στα βάθη της ψυχής και στο αίνιγμα του κόσμου, προτιμούν
τους μυστικούς, θρησκευτικούς a .τί των
εγκεφαλικών δρόμων (ακολουθώντας τον Μπεργκσόν αντί του Φρέγκε) επιλέγοντας,
στην περίπτωσή της, μια συγκρατημένη λυρική ενδοσκόπηση, ένα έκδηλο πάθος ζωής
που συναντά την αντίστοιχη έκφραση, που σαν παλιρροϊκό κύμα αναμένει να
ξεσπάσει πάνω μας μέσω του ποιήματος.
Η ποιήτρια, ψυχογράφος και ερευνητής του
«υποσυνείδητου» λοιπόν, εξακριβώνει μέσω των ποιητικών της μορφών, τα βιώματα
και τις σχέσεις της με το υπαρκτό, δομώντας εντός των φωτισμένων επιφανειών
όπου κινείται, μια ακαθόριστη, πνιγηρή, μυστηριακή σχέση με το φαινόμενο του
κόσμου στην καθολικότητά του. Παραθέτουμε εδώ δύο ποιήματα, εν είδει παύσης.
Μετά το πορφυρένιο αναστάτωμα
των πόθων
τώρα είσαι πιο κοντά στη σιωπή,
[...] Κι ο ορίζοντας στενεύει
Τώρα είσαι απόμακρος πιό
κοντά στη σιωπή,
σμιλεύοντας αδιάκοπα
μόνον την πέτρα την
δοκιμασμένη,
[...] γεννώντας μορφές
εκστατικές,
που πριν σε μνήμη απλοποιηθούν, μεταμορφώνονται σε μοίρας σκιές κάτω από το σχισμένο τ’ ουρανού σεντόνι.
(«Τώρα είσαι», Φαινώ, η αγρυπνία του πελάγου)
και:
Πώς να
αγνοήσω
μικρούς
θανάτους καθημερινούς
σοδειά
του τίποτα,
που
φωλιάζει στη βαρυθυμία
του
τυραννικού τοπίου,
Στάχυ
μεστό, με τη θέρμη του θέρους,
σχίζεις
απολαυστικά
την
εσθήτα της αβάσταχτης ώρας.
Φλέεγόμενη
μοναξιά μου.
(«Φλεγόμενη μοναξιά μου», Στα άδυτα της
ύπαρξης μου)
Συνεχίζοντας,
θα σταθούμε στην ομοιογένεια του κλίματός της, στο βιωματικό-φαντασιακό της
υπόστρωμα, από όπου αρδεύεται η γραφή της, στην πνευματική και οντολογική
προβληματική της, καθώς και στις εκφραστικές της ροπές. Χωρίς να έχει
απαραίτητα οργανώσει τη βιοθεωρία της, και χωρίς να κρυσταλλώνει —ανθρώπινο κι
αυτό— τη στάση της απέναντι στη ζωή, σταθεροποιεί εξ αρχής τα εκφραστικά της
μέσα, εντοπίζοντας και προκαθορίζοντας τις περιοχές εντός των οποίων θα
κινηθεί. Η συγκρατημένη λυρική διάχυσή της, ο συγκινησιακός κοχλασμός της, η
συχνή αμεσότητα στην έκφρασή της, και σίγουρα η οικειότητα του εξομολογητικού-εκμυστηρευτικού
της τόνου, την απομακρύνουν από την αυτόματη γραφή και της επιτρέπουν να
οικοδομήσει με μαστοριά και συχνά με οικονομία το ποίημα. Το ποίημα
συγκεκριμένα οργανώνεται γύρω όχι από ένα βασικό σύμβολο, αλλά από μια αίσθηση,
φορτισμένη από τον περιρρέοντα χώρο. Και καθώς βλέπει η ποιήτρια το επερχόμενο
τέλος του χρόνου αναπτύσσει το ποίημα χωρίς να ακολουθεί μια ενιαία νοηματική
αλληλουχία.
Κάθε
στιγμή πεθαίνεις.
Κάθε στιγμή ξαναγεννιέσαι.
Διαφορετικός.
Ποτέ ο ίδιος.
Μέσα σου κουβαλάς ουσία
από πολλούς εαυτούς.
Ανεξερεύνητους, άγνωστους.
Φανταστικά ωραίους.
Ενώ στον καθρέφτη του Χρόνου,
σαν βουερός ποταμός,
ρέουν οι λέξεις σου διαυγείς.
Αναλλοίωτες ζουν,
αντανακλώντας πάντα
τους ίδιους ήχους,
το ίδιο ρίγος.
(«Ποτέ-Πάντα»,
Αποικία Κοχυλιών, Στα άδυτα της ύπαρξης μου)
Η
έμφυτη μελαγχολία της ποιήτριας, γίνεται θρήνος και σπαραγμός στα ποιήματα της
για τον νεκρό αδερφό («Κι από το ΡΟΔΟ το πορφυρό ένας τεφρός κομήτης/Λευτερώνει
Φως/στο Εύθραστο της απουσίας σου), όπως και για τους δύο νεκρούς γονείς. Επίσης,
αναφερόμενη στον εαυτό ή σε κάποιον σύντροφο ή φίλο, μας μεταφέρει και την
ακόλουθη αποκρυστάλλωση σε μια μορφή απολογισμού:
Εκεί ο χρόνος καίγεται […]
κι η μνήμη δεν φέρνει πυρετό […]
Μία και μόνη φορά
τραγούδι ήσουν που έσβησε […]
Τη μορφή σου έκλεισες
σε όνειρο αδιάκοπο σμιλεμένη
πριν γίνεις γεύση απουσίας.
(«Γεύση απουσίας», Η νύχτα γεννιέται υγρή)
Συναντάμε
επίσης έναν τόνο μη νηφαλιότητας που επιπολάζει στο σύνολο του έργου της και
μέσω της αυξομείωσης της απόστασης που διατηρεί από τον εαυτό της και από τα
τεκταινόμενα, οδηγώντας στην ξαφνική άνοδο της συγκινησιακής θερμοκρασίας του
ποιήματος και παρασύροντας μας στον ταραγμένο βυθό της υπαρξιακής της αγωνίας
και απόγνωσης. Εκεί, η ποιήτρια συσπειρώνεται και εκτίθεται παλεύοντας, αφήνοντας
όχι μόνο τα δακτυλικά της αποτυπώματα στις ποιητικές της δημιουργίες, αλλά κι
ένα παράθυρο φωτός που επιτρέπει μια υποδόρια ένταση που φορτίζει την ύπαρξη
—και την ποίησή της— με μια ιδιότροπη συγκίνηση, που ξεπερνά το ρίγος και την
ατέρμονη συνάντηση με τον θάνατο, καλώντας προς μια κατάφαση εντός του κόσμου
και μια πραγμάτωση-εκτόξευση πριν την οριστική και αμετάκλητη αναίρεσή μας.
Και στις μυλόπετρες
της κούφιας μου ζωής αλέθω το μένος του χρόνου κατάντικρυ στη θάλασσα
(«Κατάντικρυ στη θάλασσα»
Στα άδυτα της ύπαρξης μου)
και:
Ανήμπορος
κι εσύ ν’ αντισταθείς
Στην
παντοδυναμία του Αθάνατου Θανάτου.
Στης ζωής να δεθείς το κατάρτι. Μόνον την ομορφιά της φλόγας της θήλασες στο θάμπωμα της αφέθηκες, στην φωτιά της πυρπολήθηκες.
(«Η τελευταία
βόλτα», Του χορού και της απουσίας)
Έτσι η Καραχάλιου συγκεκριμενοποιώντας το αφη-
ρημένο και το αντίστροφο, υλοποιώντας το άυλο και εξαερώνοντας το στερεό,
νοώντας το αδιανόητο και σχηματίζοντας το ασχημάτιστο, κατορθώνει με την
ποίησή της να ξεχωρίσει. Μια ποιήτρια που έως τέλους προσωποποιεί το απρόσωπο,
και αποπροσωποποιεί το προσωπικό, ανοίγοντας και φέρνοντας τελικά την ποίηση σε
μια καθολικότητα. Χωρίς να είναι μάλιστα η ποίησή της πεσιμιστική και πεισιθάνατη,
αλλά μελαγχολική, μας μεταφέρει μια στερεή αξιοπρέπεια και ένα απελπισμένο
θάρρος (που συναντούμε και στον Βαφόπουλο) που προκύπτει από την απόγνωση του
να είναι κανείς απλά «εδώ» στον κόσμο. Φωτίζοντας λοιπόν, ποιητικά, τον
επερχόμενο θάνατο, και διψώντας για νόημα και πληρότητα εντός του κόσμου,
καταθέτει τις τραγικές της ριπές στο ακατανόητο που μας συμβαίνει, προσθέτοντας
την παρουσία της στο ποιητικό μας corpus. Ψηλαφίζοντας
τον χρόνο και τον θάνατο, με τα δάχτυλά της, και νιώθοντας το χνώτο του στο
πρόσωπό της, το οποίο και μας μεταφέρει, υλοποιεί την όλη αίσθησή της και
εμπραγματώνει τις έννοιες και τις σχέσεις που συλλαμβάνει, τέμνοντας και
συναντώντας τον καβαφισμό του Βαφόπουλου [«Όμως “χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα”,/που με
περίσκεψη, με φρόνηση και με σοφία/ ύψωσα μόνος γύρω μου τα τείχη τούτα» (Το Δάπεδο, 1949-
1951)].
Ενώ οι ασύνδετες συχνά εικόνες δεν αρθρώνουν απαραίτητα
έκδηλες ενότητες με θεματική ή λογική συνοχή, κατορθώνουν να υποβάλλουν μια
ενιαία ποιητική αίσθηση επιτρέποντας στη φωνή της ποιήτριας να ακουστεί στην
ιδιοσυστασία της μέσα στο ποίημα. Οι απουσιάζοντες συχνά αρμοί, και οι
σκόπιμες προφανώς αφαιρέσεις, υπηρετούν ένα όχι αρχιτεκτονικό ποιητικό όραμα
που ρέπει προς την σύνθεση, αλλά μια ατμοσφαιρική αποσπασματική και διακεκομμένη
σχέση με τον κόσμο που αλλοιώνει διαθλώντας τα βιώματα και τα εμπειρικά
στοιχεία, κατακερματίζοντας ή και συμβολοποιώντας τις επιφάνειες, οδηγώντας
τελικά στην πολλαπλότητα του υποκείμενου το οποίο και παραμένει άβατο και
απρόσιτο.
Ο αναγνώστης, να προστεθεί κλείνοντας, ακτινοβολείται
από ένα ποιητικό κύτταρο συμπαγές και αδιάσπαστο που διέπει το σύνολο του
ποιητικού της σώματος το οποίο και καθιστά την γραφή της πραγματικά
αναγνωρίσιμη. Με τους ήρεμους συχνά και σταθερούς της τόνους, με την έντεχνη
αυτοσυγκράτησή της, την υπαινικτική και συχνή επιγραμματικότητά της, αλλά και
με τη διάχυση και την πληθωρικότητα της προσωπικότητάς της, η ποιήτρια στοχεύει
στο συγκινησιακό μας, κι όχι στο νοητικό μας, υπογάστριο το οποίο πετυχαίνει
καθιστώντας την ποιητική της παρουσία αισθητή.
Η
ποιήτρια τέλος τραγουδώντας το θαύμα της δημιουργίας, μιλά για «της ύπαρξης το
μεγαλείο» και για «του κόσμου τη μεγαλοσύνη», και γράφει εξαιρετικούς στίχους
όπως οι ακόλουθοι:
Ζωή,
Κόρη
συμπαντική
σαν
Παναγία
(«Ωδή στη ζωή», Η νύχτα γεννιέται υγρή)
και:
«πουλιά που λευτερώσαμε
στον ουρανό της ολοπόρφυρης σιωπής μας («Απόκοσμοι επισκέπτες», Στα άδυτα της ύπαρξης μου)
ποτίζοντας όμως συνάμα το ποίημα με την πηγαία μελαγχολία
της:
Μαύρα πουλιά τρυπούν τα
σύννεφα [...] και μια Σελήνη μαύρη,
που προμηνύει χιονοθύελλα
(«Απόψε», Του χορού και της απουσίας)
τα μάτια μας σαν ζαφείρια
να λάμψουνε στις διαμελισμένες ημέρες
(«Ο κήπος», Του χορού και της απουσίας)
παραμένοντας κατά βάθος απαρηγόρητη μπροστά στο συμβάν του κόσμου
και στο μελαγχολικό πέρασμα του χρόνου:
κι από τα χνάρια του
ίσκιου σου
μία μελωδία απόκοσμη διαχέεται σε περασμένες ανθοφόρες εποχές («Πάνω στα κλειστά παράθυρα», Η νύχτα γεννιέται υγρή)
Η ποιήτρια όμως δεν επιλέγει να μας αφήσει μια σκοτεινή
παρακαταθήκη, αλλά απεναντίας φροντίζει να αντισταθμίσει την έμφυτη
«σκοτεινάγρα» της, και την τραγική της αίσθηση, με μια καταφατική έκσταση, η
οποία με το που αρθρωθεί όμως ευθέως αναιρείται:
Ανάβλυσμα απ’ τις κυψέλες
του άπειρου μεσ’ το κενό του κόσμου
(«Τόση ζωή σε μαργαρίτας πέταλο», Ανάφλεξη στιγμών)
και:
η
βλάστηση της νύχτας από λάβα
(«Μέσα στην κατοικημένη σκέψη», Ανάφλεξη στιγμών).
Ας μην κλείσουμε όμως έτσι, αλλά σημειώνοντας
πως η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου παραμένοντας μια διακριτή ποιητική προσωπικότητα,
εντάσσεται στη γραμμή των θεμελιωτών της οντολογικής-υποστασιακής
μετασυμβολικής ποίησης της Θεσσαλονίκης, ως μια καλλιτεχνική «εξέλιξη» και
προβολή τους. Αναφέρομαι φυσικά εδώ στους Θέμελη, Βαρβιτσιώτη και Πεντζίκη,
γεγονός που καθιστά την παρουσία της σημαντική και αναντικατάστατη.
ΙΙ
ΤΑ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Σε αυτό το σημείο της μελέτης μας δεν έχουμε παρά να
παραθέσουμε τα ίδια τα ιδεογράμματα της ποιήτριας, τα οποία και ελευθερώνουμε
από οποιονδήποτε σχολιασμό ή κριτική ώστε να λειτουργήσουν μες στην πρόδηλη
αυτονομία τους.
Πλησιάζοντας
στο κλείσιμο αυτού του επιμέτρου, παραθέτουμε ένα κείμενο για το ιδεόγραμμα
της Μελίτας Τόκα - Καραχάλιου, που προσθέτει έναν άλλο τόνο —αρχικά στη γλώσσα
μας και μετά μεταφρασμένο στα γαλλικά— όπως και ένα κριτικό της επίσης κείμενο
για τον Τάκη Βαρβιτσιώτη.
Η
ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ
Τί
θαυμάσιο θέαμα μας προσφέρει πράγματι η ατέλειωτη ποικιλία του κόσμου με την
αυξάνουσα πολυπλοκότητά της. Άραγε πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν δεν υπήρχε η
πολυμορφία των ειδών από τον άνθρωπο μέχρι το μικρό πετραδάκι; Ποια θα ήταν
η εικόνα του χωρίς την ποικιλία των φυτών και την ανανέωσή τους;
Έτσι και οι δημιουργοί σε όλους τους χώρους της Τέχνης
αναζητούν διαφορετικούς τρόπους έκφρασης, που αποκαλύπτουν μια διαφορετική
αισθητική και ανανεώνουν αδιάκοπα στα μάτια των ανθρώπων την όψη του κόσμου.
Στον χώρο της ποίησης οι ποιητές προσπαθούν να εκφράσουν τις ιδέες τους με τη
γλώσσα, με την αισθητική δίψα της φαντασίας και της αντικειμενικής λογικής.
Στην αναζήτησή μου για νέους τρόπους έκφρασης, πιο
τολμηρούς από τους παραδοσιακούς που αποκαλύπτουν μια διαφορετική ποιητική
αίσθηση, εκφράστηκα με το Σχηματικό Ποίημα, το ιδεόγραμμα που είναι
αρχαιοελληνικός ποιητικός τρόπος γραφής. «Τεχνοπαίγνια» τα έλεγαν οι αρχαίοι
Έλληνες. Πιστεύω πως και η ποίηση εξελίσσεται, όπως όλες οι τέχνες άλλωστε.
Στη Σχηματική Ποίηση οι
συντακτικοί και ποιητικοί κανόνες ξεπερνιούνται, το σχήμα μπαίνει στην
υπηρεσία του ποιητή, εναρμονίζεται με το λόγο, μας μεταδίδει αισθητικές πληροφορίες,
δημιουργώντας μια οπτική πραγματικότητα. Αυτή η εναρμόνιση του σχήματος και
του λόγου ακτινοβολεί δίνοντας συγχρόνως στην ποίηση πρωτοτυπία και πλούτο
εικόνων που προκαλούν τη συγκίνηση και τη χαρά να βρίσκεσαι μπροστά σε κάτι
καινούργιο, ανακαλύπτοντας τη λυρική τόλμη, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς,
δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα απελευθέρωσης.
Τα
«Calligrammes» του Apollinaire ήταν για μένα μια πρόκληση, τα
«Καλλιγραφήματα» του Σεφέρη μια παρότρυνση. Έτσι λοιπόν σκέψεις και αισθήματα,
κάποιες στιγμές μοναχικότητας, εικόνες από την καθημερινή ζωή και την
πραγματικότητα των καιρών μας, έγιναν αφορμή για δημιουργία, αφορμή για την
«Πολλοί-Κατοικία», τους «Μικρούς Χτιστάδες», τον «Σαλίγκαρο», τα «Σημεία της
Στίξης» κ.ά.
Quel admirable spectacle en effet nous offre Γ infinie variété du monde avec
sa complexité croissante. Comment serait-il notre monde s'il n'y avait pas la
polymorphie des espèces à partir de 1' homme juisqu'au plus petit caillou?
Quelle serait-elle son image sans la variété des plantes et sans leur
renouvelement?
Les créateurs ainsi, dans touts les domaines de l'art,
recherchent de nouveaux moyens d'expression qui découvrent une esthétique
différente. Ils ont comme tâche sociale de renouveler sans cesse aux yeux des
hommes la vision du monde.
Dans le domaine de la poésie, les poètes s'efforcent
d'exprimer leurs idées par la langue, la soif esthétique de l'imagination et de
la logique objective.
En cherchant à m'exprimer d' une autre manière plus
hardie que l'écriture traditionnelle, qui révèle une sensation poétique
différente, je me suis exprimée par 1' idéogramme qui est une manière
d'écriture poétique grecque ancienne, qui se nommait "Technopaigma".
Je crois que la Poésie évolue aussi, comme tous les autres arts.
En ce qui concerne 1' idéogramme, on dépasse les
régies de la syntaxe ainsi que les régies poétiques, la forme est au service du
poète, elle s' harmonise avec la parole, elle nous communique des informations
esthétiques, en créant une réalité visuelle. Ce mariage de la forme et de la
parole rayonne en donnant en même temps a là poésie une originalité et une
richesse des images qui provoquent 1' émotion et la joie de se trouver devant
quelque chose de nouveau, en découvrant la hardiesse lyrique, sans barrières et
sans restrictions en créant une atmosphère d' affranchissement.
«Les Calligrammes» d' Apollinaire ont été pour moi une
motivation, les «Idéogrammes» de Séféris, une exhortation. Ainsi, des pensées
et des sentiments, quelques moments solitaires, des images de la vie
quotidienne et de la réalité d'aujourd'hui, ont été la raison pour ces créations
poétiques: «1* immeuble», «les petits maçons», «1' escargot», «les signes de
ponctuation» etc.
Η
ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ
Η ποιήτρια Μελίτα
Τόκα Καραχάλιου γράφει για το έργο τοο Ακαδημαϊκού-ποιητή
και συμπολίτη μας Τάκη Βαρβιτσιώτη
«Σε μια εποχή όπου η ύλη απειλεί να καταπνίξει το πνεύμα, η ποίηση είναι η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου» λέει ο ποιητής, ο συμπολίτης μας, Τάκης Βαρβιτσιώτης, ποιητής κοντινός και πολύ απόμακρος. Με την ευκαιρία της έκδοσης των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Καστανιώτη, το 2003, με τίτλο: «Ποιήματα 1941-2002» θελήσαμε να κάνουμε μία μικρή αναφορά στο μεγάλο έργο του ποιητή. Συγκεκριμένα θα δούμε τις έννοιες: Έρωτας, Θάνατος, Ομορφιά, Χρώματα.
Οι ιδέες του Τ. Β. κυοφορούνται σε ένα κλίμα ηρεμίας,
με ένα έντονο, λαμπερό και ακατασίγαστο λυρικό πάθος. Οι στίχοι του μένουν
πάντα «εν τω γεννάσθαι». Απαϋ- λώνονται πριν προφθάσουν να πάρουν υλική
υπόσταση, γίνονται φλόγες και χιόνι, υποψίες ενός ψιθύρου. Τα πράγματα μόλις
αφήνουν αδιόρατα το αποτύπωμά τους. Ζουν ελάχιστα και σβήνουν σαν αφρός
ονείρου. Η αισθητική, είναι μία ανάγκη πρωτογενής για τον ποιητή και ο λυρισμός
είναι ο μουσικός τόνος της ποίησής του, που δίνει μία ροδόχροη ανταύγεια στους
στίχους του. Υπάρχει στο έργο του διάχυτη διαύγεια απαλότητας, τρυφερότητας.
Μέσα από την τέχνη του, οι αντιθέσεις της ζωής συμφιλιώνονται.
Ο ΕΡΩΤΑΣ στον
Βαρβιτσιώτη δεν έχει τίποτα το σαρκολατρικό, η ιδέα έρχεται με ένα πέπλο
αραχνοΰφαντο και τον εξαγιάζει, ζει όσο μία φευγαλέα φλόγα, μας λέει:
«Ύστερα
από το φιλί σου
τα χέρια μου έγιναν φτερά
η κάμαρά μας
ολόκληρη
ένα καράβι που αρμενίζει
κι όλο αρμενίζει».
Σπάνια
ο ερωτικός του στίχος απαγκιστρώνεται από την συμμετοχή της ψυχής, στην
ολοκλήρωσή του. Και τότε ακόμη διϋλίζεται, από ένα φίλτρο ευγένειας, αφήνοντας
πίσω ένα διακριτικό άρωμα αισθησιακό. Είναι φορές, που το ερωτικό πάθος
συμπυκνώνεται σ' ελάχιστους στίχους, όπως:
«Το απόβραδο
είναι
ένα μπουκέτο μαβιές ανεμώνες
Μια χούφτα αναμμένα κάρβουνα
πάνω σε χείλη
απεριόριστα».
Ο Τ. Β. είναι ποιητής ουσιαστικά ερωτικός, με μία
εκδοχή πλατωνική. Κατασκευάζει αλυσίδες από λουλούδια, άστρα και χιόνια και μ'
αυτές τις αλυσίδες δένεται με αγνό πάθος, με όσα αντικείμενα, στοιχεία, τοπία
και κυρίως ανθρώπινες μορφές συγκροτούν «εν αρμονία και διαρκεία» τον κόσμου
του, μέσα στον οποίο πρωταγωνιστεί.
Ωστόσο,
ο λυρικός του οίστρος κορυφώνεται, όταν ο έρωτας σκεπάζεται από τη σκιά του
θανάτου, όταν η αγαπημένη έρχεται από τη δύση της απουσίας και την αστραπή της
ανάμνησης, έρχεται και φωνάζει τ' όνομά της: Άννα, κι ο στίχος του την κάνει
τραγούδι. Η Άννα της απουσίας, είναι ένα ελεγείο θανάτου της αγαπημένης
Μητέρας. Είναι η Μούσα του, μια λάμψη που υπάρχει κοιμισμένη «μες στο γαλάζιο
κάνιστρο της λησμονιάς». Αέει ο ποιητής:
«Άννα πουλί στο αλώνι του χωριού
τρεχαντήρι στη θάλασσα».
«Μήπως την είδατε στην άλλη όχθη Μήπως την είδατε στο χείλος ενός γκρεμού».
Ο ποιητής γίνεται γήινος,
προσπαθεί να ξεκαθαρίσει, να διακρίνει, να καταλάβει το νόημα του θανάτου.
«Το σκοτάδι ο θάνατος είναι
η μεγίστη απορία μας»,
θα πει. Επίσης
ερευνά, κοπιάζει να καταγράψει, να διευκρινίσει τις διαστάσεις ενός θανάτου
και λέει:
«δίχως απόκριση να παίρνουμε καμιά».
Και όταν νιώθει το
πλησίασμα του θανάτου
«Μα δεν σ’ ακούω καθόλου να μιλάς».
Και τέλος:
«Όμως όχι, δεν θέλω τίποτα πια ν' ακούσω».
Κυριευμένος από ερωτήματα, που επιτείνουν την υπαρξιακή του αγωνία, λέει:
«Μα δεν φοβάμαι πια τίποτα
γνώρισα
όλες τις πτυχές του πεπρωμένου».
Ο
ποιητής, στην τελική του στάση απέναντι στον Θάνατο, δεν αγωνιά, αλλά είναι
ήρεμος, προσμένοντας το αιώνιο. Η αναζήτηση της αισθητικής τελειότητας, διακρίνουμε,
να αποκτά μεταφυσικό βάθος και προεκτείνεται, όχι μόνον καλλιτεχνικά, αλλά και
μέσα στην ίδια την μοίρα του ανθρώπου». Λέει χαρακτηριστικά στο υπέροχο ποίημα
«Σιωπή της Σελήνης»:
«Και υπομένω και
πάλι σωπαίνω Γιατί το ξέρω πως είσαι
του αιώνιου η προσμονή»
Έρωτας-Θάνατος
δύο μοτίβα που κινείται η ποίηση του Τ. Βαρβιτσιώτη..
«Η μουσική
αρχίζει από την άκρη
των χειλιών σου
περνάει μέσα από τα μάτια του»,
λέει. Διαπιστώνουμε την κάθαρση του ποιητή
«Πως μεταμορφώνει
τον θάνατο
σ' ερωτικό τραγούδι».
Κι' αυτή είναι η απάντηση
του για τον θάνατο: ένα ερωτικό τραγούδι.
Ο κόσμος του είναι κλειστός και μόνον η ομορφιά δίνει
διάσταση, μορφή και νόημα στον άνθρωπο και τα πράγματα. Η ομορφιά στην Ποίησή
του δεν έχει πρόσωπο, είναι Ιδέα, έχει σώμα, έχει κατατομή, ήρθε από το
άγνωστο, αλλά ο άνεμος σμιλεύει στοχαστικά την κατατομή της.
Στο
ποίημα «Ομορφιά δίχως πρόσωπο» μιλά για την έμπνευση, το νόημα και την έκφραση
αυτής της ποίησης και ακόμη για την κατασκευή του στίχου και την υφή του λόγου:
«Σ' εσένα που
ήρθες Από έναν κόσμο που δεν γνωρίζω Μοναδικό άσυλο της λησμονιάς
Που ο άνεμος
σμιλεύει
Στοχαστικά την κατατομή σου»,
θα μας πει.
Στα
ποιήματά του η αγαπημένη τείνει να ενωθεί με την ομορφιά, για να διατηρηθεί για
πάντα. Η ίδια η ομορφιά, η μοναδική, είναι ο διακαής του πόθος, να ενωθεί και
ο ίδιος μαζί της και μαζί με τα πράγματα, να υπάρξει για πάντα, μέσα σ' αυτό
το γήινο σύμπαν.
«Σε σένα γράφω
καθημερινά
Με λέξεις ήλιους καθημερινούς».
Ο
ποιητής προσπαθεί να την πλησιάσει με λέξεις, τις κάνει τόσο σημαντικές και
γεμάτες ενέργεια, που θα απο- κρυπτογραφηθούν από την ομορφιά, για να υπάρξει η
ίδια πραγματικά. Λέξεις μοναδικές επαναπροσδιορίζουν τα πράγματα, για να
αποκτήσουν καινούργιες ιδιότητες και να μετέχουν της ομορφιάς. Οι σωστές
λέξεις, με την ευφωνία που περιέχουν, τη δομή και την λάμψη τους, τα κάνουν να
εκπέμπουν χρώματα, λάμψεις, φως και τελικά ομορφιά.
«Ανοιγμένοι
κάλυκες Λευκοί
Όταν εισδύει
Το μυστικό λυκόφως».
Κυνηγός της ομορφιάς, ζητά ανταπόκριση και σε
μία άλλη διάσταση, σε έναν χώρο μεταφυσικό.
«Σε κάποιον άλλον ουρανό».
Πέρα από αυτήν
που μας περιβάλλει, μας ακολουθεί παντού. Υπάρχουν προμηνύματα για κάτι άλλο,
που έρχεται. Παρακαλεί την έλευση της ομορφιάς για την ανάσταση των πραγμάτων:
«Ώ εσύ αμόλυντη Παρθένα των καιρών...
Θα γείρει πάνω
στη δυστυχία μας
Ένα εκατόφυλλο χαμόγελό σου».
Η
Ομορφιά περιβάλλει και περιέχει τον ποιητή κι ας είναι αμίλητη, αδιόρατη,
αόρατη. Την ιχνηλατεί παντού καταλυτικά. Τα πράγματα γύρω του την περιέχουν και
την αντανακλούν καθημερινά.
«Πλανιέμαι
ακούραστος, μα δεν σε βρίσκω πουθενά.
Κι
όμως υπάρχεις παντού,
Παντού μαντεύω τα
ίχνη σου».
Λυτή θα αναγεννήσει τον
κόσμο, θα τον κάνει πιο αληθινό, μετά την συνάντησή της με τον ποιητή:
«Τρέχω χαρούμενος
να σε προϋπαντήσω
Να σε ξαναγεννήσω
Κάτω από τον ήλιο πιο αληθινή».
Η ωραία της ημέρας, της κάθε ημέρας είναι η ομορφιά
που πάνω στη γη, βρίσκουμε τα ίχνη της παντού, τα ακατάβλητα χαρίσματά της, τις
σχέσεις της, σε κάθε γήινο τοπίο, σε κάθε εποχή.
Όταν
λείπει, όλα φθίνουν. Όμως μ' ένα φιλί της μπορεί να μεταμορφώσει και τον ίδιο
και την κάμαρά του να την κάνει:
«Ένα
καράβι, που αρμενίζει».
Ο
Ποιητής πιστεύει πως η ποίηση-ομορφιά θα κάνει «κάτασπρο τον κόσμο» «όπως ήταν από την αρχή». Ως αληθινός ποιητής που είναι, ζητά
εγκατάσταση ενός καινούργιου κόσμου πάνω στη γη. Υποφέρει για τον γήινο κόσμο
του, αγωνιά. Θέλει, εδώ στη γη, να συνυπάρχουν η αγάπη, ο θάνατος, η
ποίηση-ομορφιά:
«Θα
εγκαθιδρύσουμε Την αγνή βασιλεία των φτερών»,
λέει. Έτσι ο
ποιητής μας, φθάνοντας σε τέτοιο αισθητικό επίπεδο, καταφέρνει να μπαίνει, με
μία απλότητα αληθινά αξιοζήλευτη, στην περιοχή της μεταφυσικής. Ελπίζει, πως θα
ζήσει σε μίαν άλλη, σε μία χωρίς τέλος εποχή. Με την δύναμη και την ελπίδα της
ανάστασης, της μεταμόρφωσης σε ομορφιά, ο τρόμος του θανάτου καταλύεται και
μεταμορφώνεται σε όμορφες εικόνες, η σάρκα της μητέρας του γίνεται ανθισμένη
ροδακινιά, το πρόσωπό της σκεπάζεται το μισό με τριαντάφυλλα, το άλλο μισό με
χιόνι. Η ομορφιά βγαίνει μέσα
από το πένθος στη συλλογή «Μεταμόρφωση», περνάει συνειδητά την αισθητική του
στην περιοχή της μεταφυσικής. Στο ποίημα «Lacrimosa» λέει:
«Το φως των
ματιών της
ως άνθος να φυλλοροεί».
Στους στίχους της συλλογής «Το πέπλο και το χαμόγελο»
φυσάει ο άνεμος της στάχτης. Η πένθιμη βουή του, δεν σβήνει το χαμόγελο της
ποίησης. Είναι ένα ράγισμα. Τώρα, κι αν όλα τελειώσουν κάποια μέρα, πάντα θα
υπάρχει ενα ρόδο, το πιο στερνό, ή, το πιο λευκό, ένα ρόδο αμάραντο, που
συμβολίζει το αιώνιο κάλλος.
Ο
κόσμος του ποιητή, ο κόσμος της μεταμορφωτής, της ομορφιάς, είναι
πλημμυρισμένος από μία γεμάτη "άθος αγάπη. «Να δημιουργείς, σημαίνει ν'
αγαπάς και το αιώνιο κίνητρο κάθε αληθινής δημιουργίας και επομένως και της
ποιητικής, είναι η αγάπη» εξομολογείται.
«Το να μιλώ είναι για μένα ο μόνος τρόπος ν' αγαπώ».
Καλλιεργητής της μαγείας του στίχου, που τον κάνει .α
ξεχωρίζει ανάμεσα στους ομότεχνους του, ο ποιητής μας, εκφράζει τις εναλλαγές
των συναισθημάτων του πολύ ιδιαίτερα με τα Χρώματα, τα οποία ποικίλλουν, από
το ερωτικό παστέλ του ροζ, το μωβ του πένθους, ως την σιωπηλή περισυλλογή της
ώχρας. Είναι ένας ζωγράφος, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης. Ένας Φλαμανδός ποιητής-ζωγράφος.
Ένας δεξιοτέχνης των natures-mortes, ένας in vivo υφαντής ενός διαβλύζοντος λυρισμού, π.χ. λέει σ' ένα του
ποίημα:
«Η άνοιξη σβήνει
ένα-ένα
τα κεριά του χειμώνα Ξετυλίγει χίλιες καταπράσινες κόμες κι εγώ ονειρεύομαι από τώρα το καλοκαιριάτικο σώμα σου».
Ανάμεσα
στα άλλα χρώματα, θα ξεχωρίζαμε το κίτρινο. Το κίτρινο προς το χρυσάφι, είναι
το χρώμα που επικρατεί στην ποίησή του. Το χρώμα του υπαρξιακού του εμβλήματος.
Λέει χαρακτηριστικά:
«Η
αναμμένη λάμπα, ψηλά στην οροφή
Στο φωτεινό κύκλο της, το σάβανο μιας πρωινής αναλαμπής
Ένα χαμόγελο
γλυπτό, τα χείλη μιας νεκρής».
Μέσα
στο φως που πέφτει, εμφανίζεται ένα σάβανο, που το χρώμα του είναι πελιδνό, σαν
το κίτρινο.
Έπειτα, προβάλλουν στο ποίημα τα χείλη μιας νεκρής,
και η χλωμάδα, το κίτρινο, είναι το κύριο γνώρισμα του νεκρικού προσώπου.
Υπάρχει άφθονη συγκομιδή του κίτρινου. Ο Νοέμβρης που «πατάει επάνω στα φύλλα»
βέβαια σε κίτρινα ξερόφυλλα πατάει. Ένα χειμερινό ανάκτορο, μας θυμίζει ένα
τεράστιο κιτρινοφυλλιασμένο πάρκο. Αλλού θα μας φέξει αμυδρά «το κιτρινωπό φανάρι
του δρόμου». Κι αλλού πάλι θα μιλήσει για: «κάτι κίτρινα λυμένα μαλλιά».
Βέβαια,
χρησιμοποιεί και άλλα χρώματα ο Βαρβιτσιώτης. Αλλά η μόνιμη διάθεση, που
γεννά μέσα μας, είναι αυτή η λυπημένη μουσική του κίτρινου, αυτή η αβρή θλίψη,
που κάποτε, ή και συχνά, δεν την ξεχωρίζεις από τη χαρά, ακόμα και από την
έκσταση, φαίνεται να μην έχει την πηγή της σε μία συγκεκριμένη περιοχή του
εσωτερικού μας κόσμου, όπως τις αγάπησε στα έργα τόσων επώνυμων μεγάλων
ποιητών, του Baudelaire, Mallarmé, Valéry, Char και άλλων,
είναι μια ποίηση ευκρινής, που αναδείχνει έκπαγλες και ανάγλυφες τις μορφές
της, κάτω από το ελληνικό φως:
«Στην χώρα μου
αναλάμπει πάντα εσθλό το καλοκαίρι έρως και θάνατος αντάμα
εγκωμιάζουν το γαλάζιο».
Με
χαμηλή, σεμνή, γαλήνια φωνή, μας ψιθυρίζει για βιώματα, που η ψυχή του
εμπιστεύεται στην ψυχή μας.
Πέτρος Γκολίτσης, Η "άλλη" ποιητική Θεσσαλονίκη, Θέμελης, Βαρβιτσιώτης, Νικηφόρου, Καραχάλιου, Λουκίδου, στο [Θεύθ], Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη/Κριτική 17, εκδ. ΡΩΜΗ, Θες/νίκη 2016
Μελίτα Τόκα – Καραχάλιου
Αρδεύοντας τον χρόνο
Πρόλογος
του Rachid Benhaddou
Ερευνητή
– Καθηγητή στο Παν/μιο της Fès, Μαρόκο.
Μελέτη
πάνω στις ποιητικές συλλογές:
Ανάφλεξη
στιγμών
Φαινώ,
η αγρύπνια του πελάγου
Ιδεογράμματα
Μελίτα Τόκα – Καραχάλιου
Η γοητεία μιας ελληνικής ποιητικής φωνής
Για
να υπολογίσουμε καλύτερα την ποιητική εμπειρία της ΜΚΤ θεωρούμε ενδιαφέρον να
προσεγγίσουμε την γραφή της από δύο συμπληρωματικές γωνίες τις οποίες κρίναμε
σκόπιμο να διαχωρίσουμε για να αναδείξουμε καλύτερα την πρωτοτυπία.
Η θεματική Δομή
Η
ποίησή της ακουμπά στην αναδρομή ενός έμμονου θέματος που διαφαίνεται σε όλο το
έργο της: είναι το ανθρώπινο εγώ στις σχέσεις του με τον «κόσμο» και κυρίως το
θηλυκό εγώ στο φλογερό του άνοιγμα στη φύση με τις διάφορες συνιστώσες της: η
θάλασσα, το γαλάζιο, η σελήνη, τα
πεθαμένα φύλλα, ο ήλιος, η φωτιά, η καταιγίδα, τα σύννεφα, οι γλάροι, η
αστραπή, τα τζιτζίκια κ.ά.…
Αυτή η θεματική δεν αρκείται μόνο στον εαυτό της, αλλά διακινείται υπό μορφή ερωτήσεων που αφορούν την αστάθεια της φύσης και τις οδυνηρές της απηχήσεις επάνω στην φυσική και συγκινησιακή κατάσταση του ανθρώπινου σώματος και κυρίως το γυναικείο σώμα. (Φαινώ σελ. 33, - ας κυλούσε- «που να τελειώνει άραγε / ο πρώτος μου εαυτός / μιας παπαρούνας τη μέθη ντυμένος/ που τώρα την τραγουδά η σιωπή της θάλασσας, / σε νύχτες δίχως πρωί / και η οργή του ανέμου, / που ξεθυμαίνει στα ύφαλα του πεπρωμένου»). Καυτά ερωτήματα, χωρίς απαντήσεις, σπρώχνουν την ποιήτρια να παλεύει ατέλειωτα μέσα σε υπαρξιακές αιτιολογίες, «πες μου γιατί ο κρατήρας της ψυχής στερεύει/ και οι υάκινθοι σιωπούν/ γιατί τα περιστέρια/ δεν φτεροκοπούν πια / και η χλόη τρεμοσαλεύει;» (Η νύχτα γεννιέται υγρή- Ωδή στη ζωή).
Η
αναφορά, η σχέση της Μ.Τ.Κ. με τη φύση υπάρχει στον εκφραστικό της παροξυσμό
όταν αφήνεται να κυριευτεί από την παρουσία της θάλασσας σε τέτοιο βαθμό, που
αποτελεί μέρος της ζωής της, όπως η αγαπημένη της ύπαρξη: (Ανάφλεξη στιγμών,
σελ. 25 «Είμαστε δεμένοι με τις πλεξίδες της θάλασσας/ λυτές για σένα/ με του
ανέμου την ανεμελιά,/ πλεγμένες για μένα/ με της ημέρας την άρνηση».)
Ενθουσιάζεται
σε τέτοιον βαθμό μπροστά σ' αυτήν την υπερφυσική δύναμη που έχει η θάλασσα,
ώστε να προμηνύει την άφιξη του αγαπημένου προσώπου: (- Ανάφλεξη στιγμών -
σελ.75: Το χρώμα σου- «Πόσο παράξενα η θάλασσα / μαρτυρεί την παρουσία σου/ στο
φρύδι των κυμάτων.... μ' όλο το εκτυφλωτικό λευκό / να αδρανοποιεί τα
γενναιόδωρα χέρια σου / και όλες τις αποχρώσεις του μπλε / να συνθέτουνε τους
δικούς σου ήχους»).
Ταυτίζεται
μάλιστα με την θάλασσα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αναμετριέται με το απροσμέτρητο
βάθος της: (-Φαινώ, σελ. 73 - Ας κυλούσε- «που να τελειώνει άραγε/ ο πρώτος μου
εαυτός / μιας παπαρούνας τη_ μέθη ντυμένος / που τώρα την τραγουδά/ η σιωπή της
θάλασσας». Άλλοτε απευθύνεται σ' αυτήν επιπλήττοντάς την, για να ξαναβρεί την
τρυφερότητα και την φωτεινότητά της (Ανάφλεξη, σελ. 29- Και συ θάλασσα- «και συ
θάλασσα / τρομαχτικά γαλάζια, / μέσα στον άχρονο κόλπο σου / κρύψε τους
αιφνίδιους θυμούς σου. / Σε λάμψη να μετουσιωθούν »). Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι κρυστάλλινες στην
ομοίωση της διαφάνειάς της αφήνοντας το προμήνυμα μιας ουράνιας έκστασης
(Ανάφλεξη στιγμών, σελ. 43, - Κρυστάλλινη πατημασιά- «λέξεις διάφανες, / στης
θάλασσας την αλμύρα πλυμένες / κύματα- κύματα έρχονται / ανοίγοντας δρόμο στην
τρικυμία της χαράς.... Κρυστάλλινη πατημασιά / στην καθημερινότητα της
αβύσσου.»)
Η
φωνή της Μ.Τ.Κ. έχει τέτοια ορμή που εκφράζει λιγότερο μια προσωπική υποκειμενικότητα
από τη γενική θηλυκότητα. Αυτό που απορρέει, πράγματι, από την ποίησή της είναι
η καθαρά γυναικεία εσωτερικότητα γενικά που συλλαμβάνεται μέσα στις
συγκινησιακές και συναισθηματικές της καταστάσεις. Τα κείμενά της αποδεικνύουν
μία ευαισθησία εξαιρετικά ντελικάτη την οποία καταφέρνει θαυμάσια να ενδεικνύει
μέσα από έναν διάφανο λυρισμό, που αφήνει άλλοτε να διαφαίνεται μία λύπη:
(Ανάφλεξη στιγμών, σελ.31, «μια λύπη στα μάτια σου λιμνάζει, / όπως η υγρασία
της βροχής / τον ουρανό διαπερνάει, /
σαν πέλαγος απέραντη....»), και άλλοτε μια αγωνία, μια ταραχή: (Φαινώ, σελ. 15,
«ένα δάκρυ αθόρυβο σαν σιωπή / την αγωνία του εξομολογείται αυτήν την ώρα την
ανύσταχτη / που ολομόναχη συντρίβεται, / καθώς οι λογισμοί ανηφορίζουνε στο
δικό τους δύσβατο μονοπάτι.»)
Σε
μια τέτοια στιγμή η μελαγχολική λύπη του παρελθόντος χρόνου: (Φαινώ, σελ.59-
«δυο μάτια νοσταλγικά / μνήμης φωτιές, / ξετυλίγουνε τον χρόνο / στην ούγια
αυτής της ημέρας.»), σε μία άλλη στιγμή τη γαλήνη: (Η νύχτα γεννιέται υγρή, σελ.19, - το εκκρεμές-«μέσα στο απροσπέλαστο δωμάτιο / το
εκκρεμές σημαδεύει ρυθμικά τους χτύπους της άοπλης καρδιάς σου / που ροδοπέταλα
σκορπά / περνώντας τους άυλους πυλώνες / της αιώνιας γαλήνης.»), ή ακόμη την
εμπιστοσύνη, την αυτοπεποίθηση: (Η νύχτα γεννιέται υγρή, σελ.39,- «πίσω γιατί
απ' τις οδυνηρές σιωπές / της θλίψης το υγρό τείχος / υπάρχει η σπίθα, η φωτιά,
ο ήλιος και τ' αστέρια. Οι λέξεις, οι συλλαβές, τα γράμματα, ο στίχος και το
ποίημα»).
Έχει
ενδιαφέρον να επισημάνουμε εδώ πως η θηλυκότητα, αν και κυρίαρχη μέσα στην
ποίηση της M.T.K. δεν πραγματώνεται σε όλη της την ολότητα,
παρά χάριν στην παρουσία του άλλου, - ο άνδρας, το αρσενικό,- εισπραττόμενος
σπάνια ως ανομοιότητα, συχνά ως αλληλοπλήρωση. Επιμένουμε επίσης στην
αλληλεπίδραση του ατομικού εγώ της ποιήτριας μ' αυτό του αγαπημένου άνδρα, ίου οποίου
η συγκινητικότητα και η ασωτία αφήνουνε τα χνάρια τους πάνω στο σώμα της: (Η
νύχτα γεννιέται υγρή, σελ.27, «του κορμιού σου η κίνηση / στα βάθη της σιωπής
έχει αποτυπωθεί / κι από τα χνάρια του ίσκιου σου μία μελωδία απόκοσμη
διαχέεται / σε περασμένες ανθοφόρες αποχές»). Είναι αυτό, που κατά την άποψή
μου εξηγεί την μεταφορική αλληλοπάθεια των πραγμάτων, των όντων, των
φαινομένων, αυτήν δια της οποίας η γυναίκα γίνεται ωκεανός, ο ωκεανός
μεταμορφώνεται σε σώμα με στήθη, τα φιλιά σε σταφύλια, η σελήνη σε τύμπανο, που
ηχεί, το όνειρο σε επιφάνεια, ο χρόνος σε πρόσωπο υποκριτικό, ο αέρας σε
μονόκερω της θάλασσας με χαίτη.... Αλλά είναι επίσης και κυρίως η ερμηνεία του
ίδιου της του εαυτού και του άλλου, η αλληλοπλήρωση της μοναδικότητας και του
πλουραλισμού: (Η νύχτα γεννιέται υγρή, σελ.31, «Καίτη, λάμψη χλόης υπερήφανης /
Κατινάκι, ξέσπασμα σαντουριού μελαγχολικό / Κατίνα, άρωμα τζιτζιφιάς ερεθιστικό
/ Αικατερίνη, ολοπόρφυρη ανεμώνη θαλασσινή... Όλες αυτές είσαι εσύ / μοναδική
και μία, / φλόγα, ιστορία, θύμηση. / Μία φωτογραφία.»).
Στην
ποίηση της Μ.Τ.Κ. όλη η φύση καθίσταται πηγή αστείρευτης ποιητικής έμπνευσης.
Της χρησιμεύει ως πρόφαση για πολλαπλές σκέψεις σχετικά με τον έρωτα, το
πεπρωμένο, την υπαρξιακή αγωνία κ.λ.π. Επί πλέον, τα πιο ανώδυνα πράγματα
αποκτούν μία ανυποψίαστη σημασία με την παρεμβολή της δημιουργικής της φλέβας,
όπως π.χ. με το ζαρκάδι, μικρό άγριο ζώο, μηρυκαστικό με λευκή κοιλιά, που
φτάνει χάρη στον ποιητικό οίστρο της Μ.Τ.Κ. να δηλώνει την σεξουαλική ηδονή: (Ανάφλεξη
στιγμών, σελ.55- «Στην απλωσιά του βουητού/ με χάρη ζαρκαδιού ο Έρωτας / μέσα
στην αθώα νύχτα / έλαμπε τόσο αστραφτερά»), ή το μικροσκοπικό κοχύλι που
θυμίζει την αγνότητα και την ανθρώπινη πραότητα: (Φαινώ, σελ.25, -«κοχύλι
κλειστό και η καρδιά σου, / από αιμάτινη αλμύρα σμιλεμένη / ως την διαύγεια της
αθωότητας αδειανή»). Ακόμη και το μηδενικό, σύμβολο του τίποτα, του χάους και
της ακυρότητας, δηλώνει μέσα στην φαντασία της, τις μεταβολές του χρόνου και
την μεταφυσική αγωνία: (Φαινώ, σελ.45,-«Το μηδέν, / το στρογγυλό σχήμα πάντοτε,
χωρίς τις γωνίες, / όπου συνωθούνται πτώματα του χρόνου.../... έχοντας στην
καρδιά την πιο αρχαία μαργαρίτα/ φλεγόμενη από εκείνη την αναπότρεπτη
αναστάτωσή του»). Ο αντικειμενικός μας σκοπός δεν έγκειται στο να αποδώσουμε
ατόφιο το περιεχόμενο ας πούμε, για να κλείσουμε αυτό το πρώτο μέρος, που η
ποίηση της Μ.Τ.Κ. είναι μακριά από το να μαρτυρεί έναν οποιονδήποτε ονειροπόλο
και κλαψιάρη ρομαντισμό, εκφράζει με διαύγεια και λεπτότητα συγχρόνως την
θηλύκι) ευαισθησία εξ ίσου καλά απέναντι στα μυστήρια της φύσης όσο και στο
απρόβλεπτο της αβεβαιότητας της ζωής. Τα κείμενά της που αποτυπώνουν βαθιά την
ψυχική της διάθεση είναι ισάξια με κείμενα των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων: Ανάφλεξη
στιγμών, σελ. 81, - «Τόσος χρόνος σε μία στιγμή. Τόση άνοιξη! Τόσος χειμώνας…
Επειδή γεννηθήκαμε εμείς»).
Η προσχηματική Δομή
Εάν
αυτή η θεματική, η οποία είναι, όπως το έχουμε διαπιστώσει, μιας εξαιρετικής
ομοιογένειας και μιας θαυμάσιας κανονικότητας προσφέρεται άνετα στην ποιητική
γραφή, έχει σημασία τώρα να ενδιαφερθούμε για την ιδιαιτερότητα των στυλιστικών
και τυπικών μεθόδων της γραφής των κειμένων. Η σχέση της Μ.Τ.Κ. είναι πράγματι,
αρκετά πολύπλοκη και ιδιαίτερη για να αξίζει να την εξετάσει κανείς. Θρεμμένη
με την Ελληνική φιλοσοφία και λογοτεχνία, παθιασμένη με τη σύγχρονη γαλλική
λογοτεχνία, ανοιχτή στην σημειολογία, μεταφράστρια, είναι κυρίως ως ποιήτρια
και θεωρητικός που η Μ.Τ.Κ. αναλαμβάνει θαυμάσια την πνευματική της επιχείρηση
κάτω από την ένδειξη αυτού που με ορθότητα ονομάζει «κυριαρχία των
λέξεων»-(Ανάφλεξη,σελ.69,- «Καθώς παραδοχή τρόπαιου, / σε ναό μοναχικό /
αυλακώνει σε κίνηση κυκλική / την κυριαρχία των λέξεων»-), αυτή που προσαρτάται
στις οδούς της φαντασίας και της ευχαρίστησης του λόγου. Αυτή η κυριαρχία
ολοκληρώνεται απόλυτα στην ρητορική ύφανση του στυλ της, που αποτελείται από
ορισμένες μορφές σύνταξης, όπως η ισοταξία (καταμερισμός) που βασίζεται,
θεμελιώνεται στον παραλληλισμό των συντακτικών δομών. Ας δούμε π.χ. : (Ανάφλεξη
στιγμών, σελ.57, - «όσο ξεμακραίνεις οι λέξεις φλέγονται/ σαν παπαρούνες στην
ομίχλη./ όσο ξεμακραίνεις μία άνοιξη αγύρτισσα σπαρταρά στους βαθύφωνους του
ουρανού λειμώνες»), ή ένα άλλο παράδειγμα: (Φαινώ, σελ.53, -«Ξημέρωμα. Πως
αγαπώ τις νύχτας το σκοτάδι.... Ξημέρωμα.
Μα εγώ αγαπώ της νύχτας το σκοτάδι»).
Μία
άλλη δομή υπάρχει σε έναν τύπο περιορισμένου συλλογισμού με δύο προτάσεις (η
προηγούμενη και η επόμενη), την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε με το ενθύμημα.
Όταν πολλά ενθυμήματα έχουν συνοχή, το ένα ακολουθεί το άλλο, ο ποιητικός λόγος
οδηγεί σε μία λογική δομή άρθρωσης γνωστή με το όνομα «σωρείτης». Με τον
λαμπρό-εξαίρετο τίτλο αυτό το παράδειγμα που ήδη το έχουμε επισημάνει:
(Ανάφλεξη στιγμών, σελ.29,- Και συ θάλασσα- «και συ θάλασσα/ τρομαχτικά
γαλάζια, / μέσα στον άχρονο κόλπο σου / κρύψε τους αιφνίδιους θυμούς σου. / Σε
λάμψη να μετουσιωθούν. Να γίνουνε χώμα και ιδρώτας / όσο το φως εκθαμβωτικοί, /
την τελειότητα περιβεβλημένοι με λατρείας πτυχές ανεπανάληπτες»), Η ποιήτρια
ανατρέχει επίσης σε μία άλλη διαδικασία - το οξύμωρο - να συσχετίσει δηλαδή δύο
αντίθετους όρους. Μ' αυτήν τη δομή του στυλ της αντίθεσης είναι η θεμελιακή
ύπαρξη της Μ.Τ.Κ., που βρίσκει την βαθιά της έκφραση π.χ. (Φαινώ, σελ. 15- «ένα
δάκρυ αθόρυβο σαν σιωπή την αγωνία του εξομολογείται»), (Φαινώ, σελ.55, - «στην
πλάτη μιας αυγής πληγωμένης στηρίζεται μία καινούργια ημέρα»). Για να τελειώσουμε
αυτήν την όχι εξονυχιστική καταγραφή των στυλιστικών πυροτεχνημάτων, που
χρησιμοποιούνται συχνά, ας επισημάνουμε επίσης ότι η ποίηση της Μ.Τ.Κ. τείνει
προς το απόκρυφο, μορφή που εκδηλώνεται στο επίπεδο του λόγου με την χρήση
πυκνών εκφράσεων, απέριττες, συνοπτικές, που κρυσταλλώνουν σε αινιγματικά
γνωμικά τον ασύλληπτο χαρακτήρα της σκέψης της. Παραδείγματα : (Ανάφλεξη
στιγμών, σελ. 85, «μόνον η ανθοφορία γόνιμων στιγμών καρπίζει αιωνιότητα», σελ.
49, «μόνον μία πνοή σχηματισμένη την ομορφιά θηλάζει από συλλειτουργό
αισθήσεων»).
Άρθρωση
διαλογιστική, ταλάντευση του οξύμωρου, ποιητική των γνωμικών... αυτή είναι
λοιπόν η στυλιστική ιδιομορφία του ποιητικού έργου της Μ.Τ.Κ. που διαποτίζεται
από τις πηγές της ελληνικής σοφίας. Εξ άλλου προκειμένου για την διαστημική
οργάνωση των κειμένων, φαίνεται πως η ποιήτρια αρέσκεται να εναλλάσσει την μακριά
φόρμα με τη σύντομη. Κάθε μία από αυτές τις δύο φόρμες στηρίζεται προφανώς σε
μία ιδιαίτερη αντίληψη της γραφής. Εκεί όπου εκδηλώνεται με μακριά ποιήματα, είναι
όταν το ποίημα ξεδιπλώνεται ελεύθερα επάνω στη σελίδα μέχρι να φτάσει ενίοτε
τους 34 στίχους, είναι η περίπτωση π.χ. («της Οξειδωμένης Νηρηίδας»- Φαινώ,
σελ.27). Αυτό το μήκος εξηγείται, κατά τη γνώμη μας, από ένα είδος επιτάχυνσης
του ποιητικού λόγου, που απορρέει από την πληθώρα των ουσιαστικών εις βάρος των
ρημάτων. Στο επόμενο απόσπασμα, παραδείγματος χάριν, υπάρχει επικράτηση ολική
και απόλυτη μιας σειράς από μορφώματα ή από λέξεις που σχηματίζουν ενότητα μέσα
στην ιεραρχημένη οργάνωση του λόγου και αυτό εις βάρος των ρημάτων που
απουσιάζουν ως αντικείμενα, τα δύο απαρέμφατα: κουρνιάζω και σπαρταρώ. Όντας
αυτά τα ίδια η ονοματική μορφή των ρημάτων που εκφράζουν την ιδέα μίας
κατάστασης χωρίς ένδειξη προσώπου, ούτε χρόνου: (Φαινώ, σελ.47,-«νύχτα με ένα
αύριο μοναχικό / σε θρυμματισμένους καθρέφτες να κουρνιάζει / στην θλίψει ενός
δωματίου να σπαρταρά / με δάχτυλα της παγωνιάς ψηλαφώντας θαμπές φωτογραφίες»).
Θα έλεγε κανείς πως ένα τέτοιο σκεπτικό τοποθετημένο μέσα στη διάρθρωσή του,
αποκλείει κάθε ανάλυση αποσπασματική, κάθε σκέψη, κάθε απόσταση ενός προσώπου-
μάρτυρα-, η ποιήτρια εν τοιαύτη περιπτώσει. Μόνον η εντύπωση επιπλέει,
αιφνίδια, αστραφτερή, πολλαπλασιαζόμενη μέχρι τον ίλιγγο.
Σε
ορισμένα ποιήματα η επενέργεια της επιτάχυνσης γίνεται τέτοια ώστε ο λόγος να
περιορίζεται σε μία καταρρακτώδη πλημμυρίδα παραληρηματική λέξεων αποσυνδεόμενων,
που ενώνονται στην ίδια τροχιά με την ίδια σφοδρότητα της ποιητικής πνοής που
τις προφέρει: (Η νύχτα γεννιέται υγρή, σελ.31, «Καίτη, λάμψη χλόης υπερήφανης.
Κατινάκι, ξέσπασμα σαντουριού μελαγχολικό. Κατίνα, άρωμα τζιτζιφιάς ερεθιστικό.
Αικατερίνη, ολοπόρφυρη ανεμώνη θαλασσινή. Όλες αυτές είσαι εσύ/ μοναδική και
μία / φλόγα, ιστορία, Θύμηση./Μία φωτογραφία»).
Μία
τέτοια πρακτική της γραφής δεν είναι αναμφίβολα χωρίς να μας θυμίσει το
περίφημο «eut -up» των
αμερικανών ποιητών της «Beat- γενιάς» τον Jacques Kerouac ή
τον William Burroughs...
Το
μήκος ενεργεί επίσης ως ισοτοπική λειτουργία της ποίησης της Μ.Τ.Κ. υπό μορφή
μιας γενικευμένης έξαρσης, που ξεκινά από μία λέξη -θέμα, από μία συνέχεια
συνεκδοχών που παράγουν έναν αδιάσπαστο λόγο, συνεχή. Με άλλα λόγια, η
νοηματική συνέχεια ευνοεί μέσα στην γραφή τις κάθετες εξαπλώσεις, επεκτάσεις
της έννοιας πάνω στις οριζόντιες οργανώσεις που φανερώνονται από την σύνταξη.
Μελετώντας τα κείμενά της, διαπιστώνουμε πράγματι μία συσσώρευση της έννοιας με
ένα στοίβαγμα του σημαινόμενου, που οργανώνεται σε ένα δέσιμο εννοιών που
προέρχεται από ένα όμοιο «εγώ- θέμα»: την θάλασσα, απανταχού παρούσα σε όλο το
έργο της Μ.Τ.Κ.
Εάν
αναλύσουμε τις διαφορετικές συγκυρίες της λέξης «θάλασσα» οδηγούμαστε να
συμπεράνουμε πως υπάρχουν δύο συνεκδοχές εκ διαμέτρου αντίθετες.
Στην
πρώτη περίπτωση η συνεκδοχή που προστίθεται στην υποδεικνυόμενη έννοια της
λέξης «θάλασσα»: αχανής έκταση ύδατος αλμυρού, που καλύπτει μία μεγάλη
επιφάνεια της γης, είναι η ιδέα της αναταραχής. Επίσης, οι εικόνες της οργής,
του θροίσματος, του πυρετού, του βάθους, του τρόμου, του θυμού, της θύελλας,
της σχισμής, κ.τ.λ., την μεταφέρουν μέσα στο φαντασιακό της Μ.Τ.Κ. Στην δεύτερη
περίπτωση είναι η συνεκδοχή της μη αναταραχής που παράγει μία ατελείωτη σειρά
από συσχετισμούς όπως «η γαλήνη, η ησυχία, η διαύγεια, η τρυφερότητα, η ηδονή,
η στιλπνότητα, η έκσταση, το βελούδο, η χαρά, η ακινησία, η μέθη, η ρευστότητα,
κ.τ.λ.».
Αυτές
οι δύο νοηματικές σειρές αντλημένες τυχαία από τα κείμενα μέσα στο ποιητικό
έργο της Μ.Τ.Κ. προφανώς αναφέρονται αποκλειστικά με τίτλο υποδειγματικό και
χωρίς εξονυχιστική πρόθεση. Με την πληθώρα των ονομαστικών συντάξεων, που
έχουμε παραθέσει παραπάνω, θεωρούμε πως θα είναι επαρκείς για να
δικαιολογήσουμε την ανάπτυξη σε μήκος κάποιων ποιημάτων. Για να κάνει μία
ανάπαυλα- η αντίληψη ενός μικρού ποιήματος, που είναι σίγουρα μία κοπιαστική
άσκηση, η ποιήτρια κατά διαστήματα αρέσκεται να παρεμβάλει στις ποιητικές της
συλλογές μικρά ποιήματα, που ενίοτε δεν ξεπερνούν έναν στίχο και δίνουμε κάποια
αποσπάσματα τυχαία: (Φαινώ, σελ.13, «πριν απ' το πέλαγος / μακρόχρονο λιμάνι /
μέσα στο πέλαγος / καράβι ραγισμένο. / Και στο αρμένισμα / πόνος αθεράπευτος /
η αγρύπνια πελαγίσια»), - (Ανάφλεξη στιγμών, σελ. 15, «ένα καράβι / χαρακιά στο
σώμα του χρόνου.»), - (Ανάφλεξη στιγμών, σελ.77, «στην πραγματικότητα του
ονείρου με κομμένη την ανάσα»), - (Ανάφλεξη στιγμών, σελ.13, «κάθε λεπτό είναι
αταξίδευτο»).
Πιστεύουμε
πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την αποσπασματική μορφή γραφής του σκεπτικού
της Μ.Τ.Κ. αμφιβάλλοντας προς στιγμή για την ύπαρξη ενός κειμένου
ολοκληρωμένου. Πράγματι το απόσπασμα ενσαρκώνει στην ποίησή της αυτήν την
απουσία: σχέδιο και ατελειοποίηση συγχρόνως, εκδηλώνει την επιθυμία και την
βασική αδυναμία της ολοκλήρωσης του ποιήματος, που δεν μπορεί να υπάρχει παρά
ως σπόρος, φύτρα, σε εμβρυϊκή κατάσταση, παρά ως μελλοντικό γίγνεσθαι. Η
αισθητική του αποσπάσματος δηλώνει λοιπόν σε βάθος το βιβλίο που θα προκόψει, για
να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο ενός βιβλίου του Blanchot. Τοποθετεί το ποίημα κάτω από το σημείο της μη ολοκλήρωσης που
έχει επιλέξει και της ασαφούς διαφάνειας. Εξομοιώνει την ποιητική γραφή στο
(όχι – τελειωμένο — στο μη - τελειωμένο) και στην αδυνατότητα αναγνώρισης
διαμορφωμένων συνόλων.
Μέσα
στο πνεύμα της Μελίτας Τόκα Καραχάλιου το απόσπασμα είναι αδιαχώριστο από την
οδυνηρή συνείδηση της διάρθρωσης του εγώ, της ιδέας του χάους. Δεν αναγνωρίζει
πως εμπνέεται από τον συμπατριώτη της Καζαντζάκη, που λέει: "από το
χάος ερχόμαστε, στο χάος πηγαίνουμε, το μεσοδιάστημα το λέμε ζωή"
(Ιδεογράμματα, σελ. 44) Αναπόφευκτα μας υπενθυμίζει μία επιγραμματική αντίληψη
του κειμένου, όπως την έχουν εφαρμόσει πολλοί ποιητές και συγγραφείς, από τον Montaigne στον Valery, Michaux,
Blanchot et Barthes περνώντας από τον Novalis στους αδελφούς Schlegel, Baudelaire…...
Ανάμεσα
λοιπόν στις δύο φόρμες, μεγάλη και μικρή, που εξαρτώνται βαθιά, εξ ίσου από τις
συναισθηματικές της διαθέσεις παρά από τα καπρίτσια της, η Μ.Τ.Κ. κατόρθωσε να
εδραιώσει, να παγιώσει την πνευματική της εμπειρία και, συνεπώς, το
πιθανολογούμε, να διανοίξει μία οδό, να αρθρώσει μία φωνή προσωπική στο
σύγχρονο ελληνικό ποιητικό τοπίο.
Χωρίς
να ισχυριζόμαστε πως θέλουμε να εξαντλήσουμε την στυλιστική ιδιομορφία του
έργου της, που είναι πλούσια και έχει μία χάρη αδιαμφισβήτητη, μας ενδιαφέρει
πολύ ν' ασχοληθούμε με μία πρωτότυπη μορφή της λογοτεχνικής δραστηριότητας της
Μ.Τ.Κ.: είναι πως συγχρόνως, παράλληλα με την ειδικά ποιητική δημιουργία,
περνάει από καιρό μία βαθιά σκέψη πάνω στην τυπογραφική διάσταση της κειμενικής
οργάνωσης της ποίησής της και αυτό διά μέσου μιας επεξεργασίας λεπτολόγου μιας
θεωρίας που ονομάζει: Το ιδεόγραμμα.
Με
την κυριολεκτική έννοια του λόγου το Ιδεόγραμμα είναι το γραφικό σημείο, η γραφική
ένδειξη που αναπαριστά την έννοια της λέξης και όχι τους ήχους. Θεωρούμε
συνήθως ως παραδείγματα γραφής Ιδεογραμμικής την κινέζικη γραφή, στην αρχαία
της μορφή. Το κινέζικο Ιδεόγραμμα έχει ως προέλευση το πικτογράφημα (σχέδιο
απεικονιστικό στυλιστικό λειτουργεί ως ένδειξη γλωσσολογική) στο οποίο έχουνε
προστεθεί (αποδοθεί) σημειογραφίες καθαρά ιδεογραμμικές (δείκτες και σύμβολα).
Η φερόμενη προσοχή στην ιδεογραμμική αισθητική από τους συγγραφείς και τους
φιλοσόφους της ανατολής (από τον Fenollosa στον
Pound, από τον Caillois στον
Σεφέρη και Derrida...) εξηγείται από την πρωτότυπη σχέση η
οποία διακρίνεται ανάμεσα στην γραφική μορφή της ιδέας και η οποία αποκλείει
την αναλυτική αποδόμηση του φωνητισμού. Αυτό επιφέρει μία άλλη σχέση ανάμεσα
στις «Λέξεις και τα πράγματα», -για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός βιβλίου του Foucault, ανάμεσα στη γλώσσα και τον κόσμο, μία άλλη
αντίληψη των δυνατοτήτων της σκέψης και του λόγου και μεταρρυθμίζει εξ
ολοκλήρου την προβληματική της λογοτεχικής αναπαράστασης. Η αναφορά στο
Ιδεόγραμμα είναι έτσι συνδεδεμένη με μία κριτική του φωνοκεντρισμού και του
λογοκεντρισμού και στην αναζήτηση μιας συμφωνίας άμεσης ανάμεσα στον λόγο και
το πραγματικό, δια του οποίου ακυρώνεται η υπόθεση της ιδιότητας και της
αρμοδιότητας, της καταλληλότητας του κοινού λόγου. Το Ιδεόγραμμα σχηματίζει
ακριβώς εικόνα, και αποτελεί το μέσον εξαγοράς της ανακρίβειας των γλωσσών της
ανατολής που διαστρέφονται από την φθορά. Μία τέτοια ερμηνεία της
ιδεογραμματικής ιδεολογίας δεν είναι απαραίτητα πιστή στην κινέζικη γλώσσα.
Υποδηλώνει κυρίως την εμμονή μιας λογοτεχνικής γραφής, που είναι, από μόνη της,
μία επιβεβαίωση της παρουσίας του κόσμου, της φανερότητας της επικαιρότητάς
της.
Επηρεασμένη
βαθιά από αυτήν την γνώση και με σκοπό να πειραματιστεί πάνω σε καινούργιους
τρόπους γραφής, η Μελίτα Τόκα Καραχάλιου αναγνωρίζει εκ των προτέρων πως
εμπνέεται από τα «Καλλιγραφήματα» του Apollinaire, όπου η
τυπογραφική διάταξη του στίχου σχηματίζει μία φιγούρα, σε σχέση με το
«υποκείμενο» του κειμένου: η βροχή, η γραβάτα και το ρολόι, ένα τοπίο, ένα σιντριβάνι
κ.τ.λ. Από αυτές τις δύο έννοιες λοιπόν, το Ιδεόγραμμα και το Καλλιγράφημα
αφοσιώνεται στο να διευρύνει την έννοια και τις σημασίες για να επινοήσει, να
συλλάβει ένα σχήμα, σύμφωνα με το οποίο, οι συντακτικοί, και οι ποιητικοί
κανόνες ξεπερνιούνται, το σχήμα μπαίνει στην υπηρεσία του ποιητή, εναρμονίζεται
με τον λόγο, μας μεταδίδει αισθητικές πληροφορίες δημιουργώντας μία οπτική
πραγματικότητα. Το πάντρεμα αυτό σχήματος και νοήματος ακτινοβολεί δίνοντας
συγχρόνως στο ποίημα μία πρωτοτυπία και έναν πλούτο εικόνων που προκαλούν την
συγκίνηση και τη χαρά να βρίσκεται κανείς- μπροστά σε κάτι καινούργιο,
ανακαλύπτοντας τη λυρική τόλμη, χωρίς όρια και χωρίς περιορισμούς,
δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα απελευθέρωσης. Το 1995 αφιερώνει επίσης ένα βιβλίο
εξ ολοκλήρου θεωρητικό στην αισθητική του ιδεογράμματος με τον τίτλο : «Από τον
Θεόκριτο στο λογογράφημα» : Δοκίμιο πάνω στην ποιητική οπτική (Το Ιδεόγραμμα).
Για τα κείμενα του Ιδεογράμματος η Μελίτα Τόκα Καραχάλιου επωφελήθηκε από το
σύνολο των γνώσεών της που απέκτησε μέσα από τον τομέα της σημειολογίας οπτικές
εικονογραφήσεις (σελ. 39 Ιδεογράμματα). Εκτός από κάποιες απομονωμένες
προσπάθειες, σκόρπιες στις άλλες της ποιητικές συλλογές, αφιερώνει μία ολόκληρη
ποιητική συλλογή στην εφαρμογή της θεωρίας της, με τίτλο: «Ιδεογράμματα» (σελ.
40). Αποτελείται από 15 ποιήματα, τα οποία αναφέρονται το καθένα σ' ένα
«υποκείμενο-θέμα» διαφορετικό, όπως σε μία διάθεση της ποιήτριας, σ' ένα
αντικείμενο, σ' ένα φαινόμενο της φύσης, σ' ένα σαλιγκάρι, κ.τ.λ. Ποιήματα όπου
το σημείο, η τυπογραφική φράση ή η ιδεογραφική, μιμούνται ακριβώς τις καμπές
του «πράγματος» που γράφεται. Το κείμενο π.χ. με τίτλο «Κομήτης» (σελ. 29,
Ιδεογράμματα) και του οποίου το αυτούσιο γραμμικό δεδομένο είναι : «Τ' αστέρια
που λάμπουνε τα κοίταζα χωρίς να μ' εντυπωσιάζουν. Το πέρασμά σου κράτησε, όσο
κρατά στον ουρανό ένας κομήτης. Γι’ αυτό θα σε θυμάμαι.» (Ιδεογράμματα σελ. 29)
Αυτό το κείμενο παρουσιάζεται στη σελίδα με το σχήμα ενός άστρου αιωρούμενου,
με την χαίτη και την ουρά για να σημειώσει την φρενιτώδη διαδρομή του ηλιακού
συστήματος.
Το
άλλο ποίημα «Το επαναστατημένο μπαλόνι» (Ιδεογράμματα σελ. 25) του οποίου το
κείμενο είναι «και μού πες είσαι ρευστή σαν αργό πετρέλαιο να σε αναλύσω στα
συστατικά σου θέλω, ζωή να σου φυσήξω στα κύτταρα, στον ουρανό να λικνίζεσαι, επαναστατημένο
μπαλόνι», αυτό το ποίημα σχηματίζεται με τη βοήθεια των γλωσσικών ενδείξεων,
που το απαρτίζουν, το συνθέτουν, με το σχήμα ενός μπαλονιού στρογγυλού, δεμένου
με μία κλωστή λεπτή να αιωρείται προς τον ουρανό για να συμβολίσει την ανυπακοή
και την ανταρσία.
Πρόκειται
λοιπόν για διασταύρωση, πάνω στο ίδιο επίπεδο δύο μηνυμάτων διαφορετικής
φύσεως, το ένα απεικονιστικό, το άλλο γλωσσικό. Κάνει να συμπέσει το ορατό και
το αναγνώσιμο, σύμφωνα με την διαδικασία της αιτιολογίας που τείνει να
μετατρέψει το αυθαίρετο του λόγου, να συμπληρώσει την απόσταση ανάμεσα στις
λέξεις κα τα πράγματα που εκπροσωπούν. Με την μεσολάβηση αυτής της καινούργιας
φόρμας γραφής η Μελίτα Τόκα Καραχάλιου μοιάζει να θέλει να αντιπαραθέσει μία
χρήση θαυμαστή και παιχνιδική των σημείων για να ξαναδώσει το βάρος τους και
την πυκνότητά τους, σε μία άλλη χρήση ρυθμική, μηχανική και κοινωνική που δεν
κάνει παρά να διασχίζει αυτά τα σημεία για να πάει ευθέως στην έννοια τους του
αυθαίρετου, της υπόδειξης. Προσπαθεί να επιδοθεί σε έναν λόγο παρθένο, αδαμικό,
δημιουργικό: ο λόγος της εγκαινιάζει τον κόσμο, κόβει μέσα στην ομοιόμορφη
πραγματικότητα, σχήματα με κρόσσια από λέξεις που ρέουν από την βάπτισή τους.
Κάτω
από την πέννα της το ιδεόγραμμα παίζει λοιπόν πάνω στο διφορούμενο του σημείου:
συγχρόνως αφηρημένη υπόδειξη, ονοματολογία αλγεβρική του κόσμου, αλλά επίσης
και σχήμα υποτυπώδες ή υλικό υποκατάστατο του αντικειμένου. Κάτω από την πέννα
της (το αλφάβητο) η αλφάβητος δεν είναι πλέον ένας κώδικας, αλλά μία ήπειρος
για εξερεύνηση. Η γλώσσα λοιπόν δεν χρησιμεύει πια ως μέσον, ως ερμηνευτής, ως
εκπρόσωπος, αλλά ως υλικό για ερώτημα ώστε να καταλήξει σε έναν λόγο του
σώματος κα της απόλαυσης η οποία, όπως ο σεισμογράφος, δεν επικοινωνεί παρά με
ωθητικά κύματα. Παραπέμπουμε, ως υποστήριξη, σ' ένα τόσο ωραίο ποίημα: (Η νύχτα
γεννιέται υγρή, σελ. 40) με τίτλο «Τ' ακροθαλάσσι», με την κυματοειδή μορφή, τα
κύματα μέσα σε ανάπτυξη κυκλική, κινούνται αργά στην επιφάνεια του νερού μέχρι
να σβήσουνε προοδευτικά, υποβάλλοντας έτσι την ιδέα του μοιραίου, του
ανθρώπινου πεπρωμένου.
Σκεφτόμαστε
επίσης ένα άλλο ποίημα, όχι λιγότερο ωραίο, που φέρει τον τίτλο: «Ο σαλίγκαρος»
(Ιδεογράμματα, σελ. 33) που ορατοποιεί άψογα το μαλάκιο σε κατάσταση ύπνου στο
εσωτερικό του κελύφους του, θέλοντας να συμβολίσει τον Έρωτα που εγκυμονεί,
παραμονεύοντας την αναφλεγόμενη στιγμή, για να λάμψει, να ολοκληρώσει την
σαρκική του απόλαυση.
Επιλέγοντας
λοιπόν για την ιδεογραμματική της αισθητική η Μελίτα Τόκα Καραχάλιου ψάχνει σκόπιμα
να διαφοροποιήσει τις μεθόδους της ευρυχωρίας των κειμένων της. Με την πλαστική
κατάληψη της λευκής σελίδας, που σκοπός της είναι να διαβαστεί και να την
κοιτάξει, να την περιεργαστεί κάποιος, εξομοιώνεται με τον ζωγράφο. Αδιάλυτη
σχέση της γραφής και μιας ανάγνωσης που είναι τόσο πλαστική (σημείο για
ταύτιση) όσο λογοτεχνική (κείμενο για κατανόηση) το Ιδεόγραμμα αντικαθιστά σ' αυτήν
το χρονικό και γραμμικό κύλισμα του κειμένου με την σφαιρική αντίληψη αυτού που
ο Maurice Blanchot ονομάζει
«Το λογοτεχνικό διάστημα». Καταγράφει περισσότερο μια ορατότητα παρά μία
αναγνωσιμότητα (το εξωτερικό σχήμα των ποιημάτων της προσφέρει αυθόρμητα τον
τίτλο και την έννοια του κειμένου), την προφορική αντήχηση της ανάγνωσης που
εκλείπει προς όφελος μίας σύλληψης οπτικής μέσα στην απόλυτη σιωπή της σελίδας.
Για
να κλείσουμε ανακεφαλαιώνοντας, υποχωρούμε στον πειρασμό να προτείνουμε πως η
Μελίτα Τόκα Καραχάλιου αγαπά ενσυνείδητα να καλλιεργεί την λατρεία ανάμεσα στα
δύο. Η ποίησή της παίζει θαυμάσια πάνω στην διακριτική ταλάντευση ανάμεσα στο
εγώ και στον άλλο, το μήκος και την συντομία, την συμβατική διάταξη των στίχων
κα το Ιδεόγραμμα, την ελληνική και τη γαλλική γλώσσα. Σ' αυτό το τελευταίο θα
πούμε με μεγάλο θαυμασμό πως έχει κερδίσει επάξια το συνυφασμένο στοίχημα σε κάθε
λογοτεχνική μετάφραση, ακριβώς για την αναδημιουργία του πρωτότυπου κειμένου
(στην ελληνική) σε μία άλλη γλώσσα (τη γαλλική) χωρίς αυτή η διεξαγωγή η
διαγλωσσική και διαπολιτισμική να θυμίζει το κείμενο το ίδιο. Πράγματι, μη
γνωρίζοντας την ελληνική γλώσσα, σε καμία στιγμή δεν αισθανθήκαμε πως η γαλλική
απόδοση των ποιημάτων της είναι μία λογοτεχνική μετάφραση της ελληνικής στη
γαλλική γλώσσα, η εντύπωση που απορρέει είναι πως είναι γραμμένα τα ποιήματά
της απ' ευθείας στη γαλλική γλώσσα.
Αυτή
η πολυδιάστατη τοποθέτηση μέσα στο ανάμεσα σε δύο, προσδίδει στην ποίηση της
Μελίτας Τόκα Καραχάλιου μία γοητεία στην οποία μόνον οι φωτισμένοι ποιητές, οι
οραματιστές, μπορούν να διεκδικήσουν, να αξιώσουν.
Rachid Benhaddou
Καθηγητής - Ερευνητής στο Τμήμα Φιλολογίας και Ανθρωπίνων Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Fes, Μαρόκο
-Κριτικός Λογοτεχνίας και μεταφραστής.
Ιδιόχειρο του Φάνη Ι. Κακριδή
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΗΝ ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
|
Λεωνίδας
Γαλάζης
|
|
ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
12.05.2015
12.05.2015
http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=PPG1388_2137
http://www.diavasame.gr/webtop/modules/_repository/productImages/xorkapous180.jpg
Κριτική του Γιώργου Σαράτση στο βιβλίο:Του Χορού και της Απουσίας (De la
Danse et de l’ Absence), της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου
Ένα ιδιαίτερο δίπολο επέλεξε ως τίτλο η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου στην τελευταία της δίγλωσση ποιητική συλλογή από τις Εκδόσεις των Φίλων, αφιερωμένη στη μνήμη του αδερφού της: “Του Χορού και της Απουσίας”. Μια συλλογή-αποκύημα δύο γονέων, ένα ρέκβιεμ 17 ποιημάτων που φέρουν στ’ αριστερά καλοδουλεμένη την γαλλική τους απόδοση.
Όλα ξεκινούν με τη ρήση του Πίνδαρου: «Σκιάς όναρ άνθρωπος», προσφέροντας μια πρώτη γεύση περιεχομένου. Μια απόπειρα προσέγγισης του εύθραυστου και αιώνιου μυστηρίου της απουσίας, επηρεασμένη από την τελετουργία του χορού. Τα βήματα ενός αυτοσχεδιασμού που θα οδηγήσουν στην τελευταία πράξη μιας ζωής σαν έκπληξη, πόνος και αποχαιρετισμός. Η απουσία δηλώνει παρούσα στις κρισιμότερες στιγμές της ζωή, αφήνοντας πίσω της μνήμες και λέξεις. Φωτοσκιάσεις πάνω από ανεξίτηλες ρυτίδες κι ο χρόνος ένα παιχνίδι εναλλαγών της χαράς με τη θλίψη, της καταχνιάς με κάποιο ανεπαίσθητο άρωμα αρμονίας. Μέρες που καμιά δεν μοιάζει με καμία κι άλλες που θυμίζουν χαστούκι, ταράσσοντας για λίγο το μέσα μας.
Ποιήματα γραμμένα σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών -από τις 22 Ιούλη έως τις 31 Αυγούστου- και κάποια που γράφτηκαν φθινόπωρο. Συμπιεσμένες εικόνες, προσωπικές εκμυστηρεύσεις κι ένα λανθάνον παράπονο χωρίς ανταπόκριση, συνομιλούν με στίχους του Ελυάρ, του Ουνγκαρέτι, του Σακελάριου, του Μαγιακόφσκι. Η ποιήτρια ανασυνθέτει αισθήσεις και απαριθμεί τόπους: η Σμύρνη, το μπαλκόνι με το τραπεζάκι και το βασιλικό, η Θεσσαλονίκη κι οι ομιχλώδεις συνοικίες της, ο Βαρδάρης και η πλατεία Μοριχόβου. Όλα, στοιχεία ενός σκηνικού με αδυναμίες και πλάνες, ολέθριες πληγές και μεταμφιεσμένες συνήθειες.
Η ποίηση της Μελίτας απέριττη και ειλικρινής με μια υπόκωφη αντήχηση βάθους. Όλα, σχεδόν, συμπυκνωμένα στο ολιγόστιχο “Άκαιρα” της σελίδας 23. Στίχοι σε δεύτερο πρόσωπο σαν μια εν εξελίξει επικοινωνία μέσα στη νύχτα. Μια νύχτα σαστισμένη, ατέρμονη, σπαρακτικά παντοτινή. Μια νύχτα που οδηγεί αναπόφευκτα στη δύναμη, όπως λέει, της καθαρής ημέρας. Μέχρι ο χρόνος να μας εξαντλήσει και γίνουμε πάλι αόρατοι. Σαν τους στίχους στο υπέροχο “Ρολόι στο καπηλειό” του Χατζιδάκι από την “Εποχή της Μελισσάνθης”:
- Τι προσπαθείς;
- Να σταματήσω τη στιγμή.
- Μας προσπερνά, δεν ωφελεί.
- Αν φύγεις, φεύγει.
- Δεν μπορώ.
Ο χρόνος φεύγει
Όχι εγώ…
Του χορού και της απουσίας - de la danse et l absence: Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ ΑΘΗΝΑ 2014
Η άδολη αδελφική αγάπη βρήκε την υμνωδό της. Το ζεϊμπέκικο του νεκρού αδελφού θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος της έκτης ποιητικής συλλογής της Μελίτας Τόκας-Καραχάλιου. Δίγλωσση έκδοση προσεγμένη, σε ελληνικά και γαλλικά από την ίδια την ποιήτρια, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς δασκάλους, σπούδασε γαλλική φιλολογία, εκπόνησε μεταπτυχιακές εργασίες στη Σορβόννη και είναι αρκετά δραστήρια ως μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων. Σεμνή παρουσία, διακριτική, εύγλωττος λυρισμός, συγκρατημένη πληθωρικότητα του συναισθήματος, διάχυτος ουμανισμός, σποραδική ρομαντική εξιδανίκευση των ανθρωπίνων σχέσεων.
Η εκδηλωνόμενη (εκπεφρασμένη ποιητικός) λατρεία της ομιλούσας φωνής προς το πρόσωπο (για να μην πω «εκμαγείο») του πεθαμένου αδελφού διαπνέει ως leit motiv όλη τη συλλογή συνδέοντας τα ετερόκλητα φετίχ (κομπολό-για και φωτογραφίες) στη διονυσιακή παραζάλη του ρεμπέτικου. Ρόδα και άνθη ως θρηνητική αντίστιξη της πεπαλαιωμένης χαράς της ζωής. Τα λευκά πουλιά κουρνιάσανε την ώρα που η υγρή γη δέχτηκε στη σκοτεινή αγκαλιά της τη σορό. Κι εκείνη η αρχέγονη λατρεία για το Φως, το ομηρικό Φάος που είναι απροσπέλαστο για τους ενοίκους του Κάτω Κόσμου. Το μόνο που διαφοροποιεί τους πάνω από τους κάτω είναι το φως του ήλιου, και το ζεϊμπέκικο -ίσως - που δεν μπορούν να το χορέψουν οι τεθνεώτες. «Τούτη γη που την πατούμε όλοι μέσα θε' να μπούμε», όπως λέει το λαϊκό άσμα. Τσως για αυτό να την πατούμε με μανία. Για να ξυπνήσουμε τα πεθαμένα μας, για να θυμίσουμε στο σύμπαν ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη στιγμή και πριν από τη Δευτέρα Παρουσία της νιότης.
Ο θρήνος της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου είναι θρήνος για τη ζωή, ο οποίος προσωποποιείται στην εξιδανικευμένη μορφή του νεκρού αδελφού, όχι ως στήριγμα μακρινό (όπως στην παραλογή) αλλά οικεία, κοντινή παρουσία.
Η απουσία ως φιλοσοφικό κενό, ανάλογον του δυσγεφΰρωτου υπαρξιακού κενού κάθε ανήσυχης οντότητας που αναζητεί διαρκώς την απάντηση στο κοσμολογικό ερώτημα: «ποιος είμαι; τι κάνω; πού πάω; τι νόημα έχουν όλα αυτά;» Κι αν δεν έχουν κάποιο νόημα αφ' εαυτών, πώς θα τα σηματοδοτήσω εγώ με το δικό μου νόημα; Από αυτή την άποψη, ακόμα κι εμείς που δεν έχουμε αδελφό κατανοούμε πλήρως την απώλεια της ομιλούσας φωνής στην εύρυθμη αλλά ουχί λακωνική ποιητική συλλογή της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου.
Οι παραπομπές σε λαϊκά άσματα κι αρχετυπικούς χορούς, στη ζωγραφική και στη γαλλική λογοτεχνία αποκαλύπτουν τη δοκιμιακή ενασχόληση της ποιήτριας. Το δημοσιευμένο έργο της «Από τον Θεόκριτο στο λογογράφημα» είναι και το μόνο μέχρι τώρα δοκίμιο της.
Του χορού και της απουσίας - de la danse et l absence:
περιοδικό
ΕΝΕΚΕΝ Νο34, 2014 από Κατερίναα Καριζόνη
Του χορού και της απουσίας - de la danse et l absence:
περιοδικό
ΚΟΡΑΛΙ Νο2, 2014 από Φανή Σπαχίδου
Του χορού και της απουσίας - de la danse et l absence:
περιοδικό
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Νο165, 2015 από Αλεξάνδρα Μπακονίκα
« Το γύρισμα της μανιβέλας»
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας για το περιοδικό
Οδός Πανός Ιανουάριος Απρίλιος 2012 τευχ. 155
- Ζουζέ, ελπίζω πως έχετε σκεφθεί, όσον αφορά στην απόφαση σας.
- Ναι, σκέφθηκα να κόψω στα δύο το αχλάδι (σ.60). Αυτή η ιδιωματική έκφραση που αναλογεί ίσως στην ελληνική « δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη» επαναλαμβάνεται δύο φορές σε αυτό το γλαφυρό μυθιστόρημα που μετέφρασε εκπληκτικά η έμπειρη ποιήτρια Μελίτα Τόκα Καραχάλιο, με ιδιαίτερη πίστη στο πρωτότυπο και έγνοια να αποδώσει ρυθμολογικά το ύφος του πολυβραβευμένου καθηγητή Ζυλιέν Κιλάνγκα Μουζέντ, που γεννήθηκε στη Δημοκρατία του Κονγκό, και κατέκτησε κορυφαίες θέσεις σε γαλλόφωνους οργανισμούς. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, συνεργάτης πάμπολλων περιοδικών. Μια αναγεννησιακή προσωπικότητα διεθνούς βεληνεκούς. Θεματολογικά, το πεζογράφημα αυτό, ενέχει ίσως αυτοβιογραφικά στοιχεία αφού ο συγγραφέας διηγείται την ιστορία ενός δωδεκάχρονου αγοριού από τη χώρα του που πάει σε καθολικό σχολείο, βαφτίζεται στα νάματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, διατηρεί στο έπακρο την ακεραιότητα και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη του και τα υπηρετεί, ως σοφός πλέον, χωρίς να απαρνηθεί ούτε στιγμή τον δικό του πολιτισμό και χωρίς να πάψει ποτέ να αφουγκράζεται τη φωνή των προγόνων του, όπως τον νουθέτησε η μάνα του, λίγο πριν τον κατευοδώσει στο μακρινό ταξίδι του στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Μετάφραση άξια να βραβευθεί από τους σεβαστούς συναδέλφους των κριτικών (και μη) επιτροπών.
« Το γύρισμα της μανιβέλας»
Οδός Πανός Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 2012 No 157,
2012 του Παναγιώτη Γούτα
Πρόκειται για μικρής έκτασης αφήγηση (νουβέλα), γραμμένη σε πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο, με προφανές βιωματικό, μάλλον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία ενός νέου αγοριού σε μια αφρικάνικη χώρα, από τις παραδώσεις του τόπου του και των γονιών του, στη γνώση, στις σπουδές και τη συνειδητοποίηση του εαυτού του. Η ιστορία τηλεγραφικά, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ο δρόμος προς τη γνώση». Το βιβλίο βρίθει φιλοσοφικών στοχασμών και αναστοχασμών (άλλοτε κοινότυπων, άλλοτε εξαιρετικού ενδιαφέροντος) ενώ ο βασικός ήρωας, ο Ζουσέ βρίσκεται συνεχώς απέναντι σε ηθικά ή συνειδησιακά διλήμματα, αναφορικά με τις αποφάσεις που θα ακολουθήσει τόσο στην επαγγελματική του σταδιοδρομία όσο και στην προσωπική του ζωή. Στη νουβέλα θίγονται αρκετά κακώς κείμενα στη μέση εκπαίδευση μια αφρικάνικης χώρας, δίχως πάντως αυτή να κατονομάζεται. Κακοπληρωμένοι καθηγητές, δωροδοκίες, σεξουαλικές παρενοχλήσεις μαθητριών από καθηγητές, ενώ εύγλωττα καταγράφονται τα προβλήματα της χώρας από το ασταθές πολιτικό καθεστώς και τη δράση των στρατιωτικών. Οι σελίδες 67-71 μπορούν να εκληφθούν ως σύντομο αλλά περιεκτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον δοκίμιο του συγγραφέα για το θάνατο. Η αξιόπιστη μετάφραση της Μελίτας Τόκα Καραχάλιο από τα γαλλικά, έδωσε πνοή και ώθηση στο κείμενο. Την τιμά που ανακάλυψε τον Αφρικανό συγγραφέα και μετέφρασε το εν λόγω βιβλίο του. Ωστόσο στο κείμενο του Κιλάνγκα υπάρχει μια μικρή αλλά ορατή δυσαρμονία ανάμεσα στο απόλυτο, ενίοτε εγωτικό, ύφος του αφηγητή με την εμπειρία ζωής και τα μηνύματα οικουμενικότητας και ανθρωπισμού που επιδιώκει να εκπέμψει.
« Το γύρισμα της μανιβέλας»
περιοδικό
ΕΝΕΚΕΝ Νο23,
2012 του Γιώργου Δρουγάλα
"Αρδεύοντας
τον χρόνο"
Le
Cerf volant Νο226,
2012 Παρίσι
"Στα άδυτα της ύπαρξης μου", γράφει ο Γιατνης Τσιτσίμης
στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2011
Δύο ποιητές συστεγάζονται σε μία συλλογή. Δεν είναι κάτι εντελώς παράξενο και ασυνήθιστο. Έχει ξανασυμβεί. Στην περίπτωση αυτή συντρέχουν οι εξής ιδιαιτερότητες:
Πρώτον, το βιβλίο είναι δίγλωσσο. Στην αριστερή σελίδα είναι τυπωμένα τα ποιήματα στα γαλλικά και στην δεξιά στα ελληνικά. Δεύτερον, στο πρώτο μισό του βιβλίου παρατίθενται τα ποιήματα του Julien Kilanga Musinde, διευθυντή της κατανομής της γαλλικής γλώσσας και των εταίρων γλωσσών στον Διεθνή Οργανισμό
της Γαλλοφωνίας γραμμένα στα Γαλλικά και μεταφρασμένα από την ποιήτρια Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Στο δεύτερο μισό του βιβλίου παρουσιάζονται τα ποιήματα της Τόκα-Καραχάλιου, γραμμένα στα ελληνικά και μεταφρασμένα στα γαλλικά από την ίδια.
Αν και όλοι γνωρίζουμε ότι ένα ποίημα που μεταφράζεται είναι πάντα ένα διαφορετικό ποίημα από το αρχικό, φαίνεται ότι η βαθύτερη ψυχική συγγένεια που είναι έκδηλη στους δύο αυτούς ποιητές, βοήθησε τη μεταφράστρια να αποδώσει πολύ όμορφα τα αρχικά ποιήματα του Kilanga και να κρατήσει το φρέσκο άρωμα τους και τον ρυθμό και τη μουσική που τα χαρακτηρίζουν. Η ποιητική της ιδιότητα εξάλλου σίγουρα συνέβαλε σ' αυτό, με αποτέλεσμα το βιβλίο αυτό να πάρει το μετάλλιο για «τον διάλογο των πολιτισμών», από τις χρυσές λέξεις της Γαλλοφωνίας, Παρίσι 2010.
Είκοσι πέντε ποιήματα λοιπόν του Kilanga στο πρώτο μισό του βιβλίου. Ήχοι και μυρωδιές, ο ρυθμός του χρόνου και της σιωπής, μια αίσθηση ελευθερίας και καθαρού αέρα διαποτίζουν την ποίηση του. Έρωτας χιμαιρικός και ονειρικός, το ταξίδι του Οδυσσέα ποιητή, το τραγούδι των προγόνων που κυλάει στο αίμα του, τα δάκρυα καταρράκτες που αφρίζουν μέσα στη συλλογή. Ο θάνατος που γνέφει από μακριά, η χαμένη Εδέμ, η ζωή που δεν ζούμε επίσης θέματα που αγγίζει ο ποιητής. Λυρικός, σωματικός και γεμάτος ζωντάνια πάλλεται ο λόγος του που προσπαθεί να βρει μια διέξοδο στον παράλογο κόσμο που ζούμε.
Είκοσι πέντε ποιήματα και της Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου στο δεύτερο μισό του βιβλίου ισορροπούν τη διπλή αυτή ποιητική συλλογή. Εδώ βλέπουμε πάλι την περιπλάνηση και το ταξίδι, τη δίψα για ζωή, την ερωτική επιθυμία που ξεπροβάλλει απτή και κόκκινη, τη σιωπή της μνήμης.
Ένα βιβλίο σαν κύκλος που ξεκινάει και κλείνει ανάμεσα στους δύο αυτούς ποιητές, διαφορετικών εθνοτήτων, γλώσσας, ηλικίας, χρώματος, που μιλάει όμως για τα πανανθρώπινα δέματα και αποδεικνύει την καθολικότητα τελικά της ποιητικής γλώσσας.
"Στα άδυτα της ύπαρξης μου", γράφει ο Σταύρος Καμαρούδης
Επίκουρος Καθηγητής Ελληνικής Γλώσσας Παν/μίού Δυτικής Μακεδονίας
ΝΟΥΜΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011 ΤΕΥΧΟΣ 130
Το βιβλίο αποτελεί επιτυχημένη συνάντηση δύο ποιητών, αναγνωρισμένων στις χώρες τους, αλλά και διεθνώς, με βραβεία και διακρίσεις. Η συνεισφορά τους: από είκοσι πέντε ποιήματα ο καθένας, γραμμένα στα γαλλικά και μεταφρασμένα στη συνέχεια στα ελληνικά. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε πως η συλλογή ανήκει στη σειρά «Poesie Francophone», Γαλλόφωνη Ποίηση, η οποία διευθύνεται από τον Denis Emerine και είναι η πρώτη όπου βρίσκουμε ένα διάλογο μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άνδρα και μάλιστα από δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Αφρική από δύο πατρίδες, το Κογκό και την Ελλάδα.
Στη σύντομη, εκ των πραγμάτων, αυτή μας αναφορά, επιθυμώ να επισημάνω τέσσερα σημεία. Πρόκειται για Καθαρή Ποίηση, άριστης ποιότητας με έναν λεπτότατο γυναικείο ερωτισμό για τη Μελίτα και την προφορική σοφία της αφρικανικής παράδοσης για τον Ζουλιέν, με υπόβαθρο και για τους δύο τους την αρχαιοελληνική γραμματεία και σκέψη καθώς και τη γαλλική λογοτεχνία. Και οι δύο φωνές τους, περιστέρια δίδυμα, από τον Βορρά και τον Νότο, αναζητούν την εσωτερική αλλά και την εξωτερική ειρήνη, τον ανθρωπισμό, την ευτυχία.
Γλώσσες εταίροι: αποτελεί αξίωμα της Γαλλοφωνίας ο διάλογος μεταξύ των γλωσσών και των πολιτισμών. Η διεθνής γαλλική δεν ισοπεδώνει αλλά αντίθετα, με απόλυτο σεβασμό προς την ετερότητα, γεφυρώνει τις γλώσσες και τους ομιλητές. Και ακριβώς αυτό εικονογραφείται θαυμάσια με τη συλλογή σε αρκετά σημεία.
Τρίτο σημείο: τα γενικότερα θεωρητικά αλλά και τα πολλαπλά ειδικότερα πρακτικά προβλήματα κατά τη μετάφραση της ποίησης, στο σύνολο της συλλογής. Στην αφελή άποψη για το «αμετάφραστον» ή το «δυσμετάφραστον» της ποιήσεως, το εγχείρημα αποτελεί ένα απόλυτα επιτυχημένο παράδειγμα, για το οποίο θα πρέπει να αποδοθούν εύσημα στην ευαίσθητη Ελληνίδα ποιήτρια Μελίτα Τόκα -Καραχάλιου, στην οποία και οφείλουμε και την αριστοτεχνική απόδοση στη γλώσσα μας των 25 ποιημάτων του Καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας Κιλάνγκα. Και αποτελεί πραγματική πρόκληση για τον αναγνώστη, ιδιαίτερα μάλιστα τον δίγλωσσο, η αντιπαράθεση του πρωτοτύπου και της απόδοσης του.
Τέταρτο σημείο - πρόταση: να δοθεί, σε Μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών, για μια σε βάθος μελέτη των πηγών έμπνευσης, των εικόνων, της κάποτε καλά κρυμμένης ευφωνίας, του διαλόγου. Και να
φθάσει, στους καιρούς της ποιητικής ξηρασίας, μέσω των εκπαιδευτικών, σε τρυφερές νεανικές υπάρξεις. Η συλλογή που είναι πρόσκληση Και πρόκληση για ένα ποιητικό ταξίδι στα άδυτα δύο πλουσιότατων ποιητικών υπάρξεων. Να ευχηθούμε: καλοτάξιδο!
Στα άδυτα της ύπαρξης μου, ΚΡΙΤΙΚΗ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 154 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011
Μονολογική τέχνη - εξ οριομού - η ποίηση. Ιδιωτική ασχολία, όπως το πλέξιμο και το κέντημα (μόνο που δεν έχει τις αντίστοιχες οικονομικές απολαβές - όταν ασκείται επαγγελματικά). Σκέφτομαι συχνά, όταν λαμβάνω, ως κριτικός, συλλογές στιχουργημάτων που φιλοτέχνησαν άγνωστοι σε εμένα άνθρωποι, ότι οι ποιητές είναι το «άλας της γης». Χωρίς αυτούς θα ήταν άχαρη η ζωή μας, πεζή, χωρίς διέξοδο στο Αόρατο, χωρίς δυνατότητα κατάδυσης στο Άγνωστο. Οι λέξεις, στην καθημερινή τους χρήση έχουν ευτελισθεί και λειτουργούν ως εργαλεία στο τεράστιο παζάρι αισθημάτων, ιδεών, φιλοδοξιών των πάσης φύσεως αρπακτικών και ματαιοκαμάτων. Χάρις όμως στους ποιητές, χάρη στην ανιδιοτελή φροντίδα και αγάπη για την επαναφόρτισης των φθαρμένων λέξεων με το πρωταρχικό τους νόημα, στα μέτρα του ανθρώπου, αναβαπτιζόμεθα στα νάματα της αιωνιότητας κι αισιοδοξούμε για το μέλλον, για την ολόλαμπρη Αυγή που θα έρθει μετά από τόσο σκοτάδι που έχει πλακώσει τις καρδιές μας σαν ταφόπλακα.
Η γαλλόφωνη ποίηση (πρωτότυπη ή μεταφρασμένη) είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη. Μακριά από τον πραγματισμό και τον αδιέξοδο αυτοψυχαναλυτικό υλισμό της αγγλοσαξονικής ποίησης και τον μεγαλοϊδεατισμό άλλων «εθνικών» λογοτεχνιών, οι Γάλλοι έχουν μάθει να αποδέχονται και να «ακούνε» τους ποιητές άλλων γλωσσών, τους τυπώνουν σε ανθολογίες ή σε ατομικές βιβλιογραφικές επιδόσεις, τους βραβεύουν σε διαγωνισμούς γαλλόφωνης ποίησης.
Έφτασε στα χέρια μου ένα σαγηνευτικό τομίδιο, δίγλωσσο, όπου δυο ποιητές, συνομιλούν παραλλήλως και «κεντούν» τον ιστό της Πηνελόπης, που δεν είναι απλώς πιστή στην ιδέα της συζυγικής πίστης, αλλά είναι πιστή στα ιδιαίτερα οράματα κι απαιτήσεις της υψιπετούς ατομικής της ψυχής, που δεν συμβιβάζεται, δεν βολεύεται, δεν συνθηκολογεί, μόνο ξέρει να ονειρεύεται.
Η Μελίτα Τόκα Καραχάλιου και ο Ζουλιέν Κιλάνγκα Μουζέντ είναι δυο τίμιες, ειλικρινείς κι «εσωτερικές» ποιητικές φωνές, που μας κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων της πολύχρωμης, ευαίσθητης (αλλά ουχί ευάλωτης) ύπαρξης τους. Επανέρχονται και ποικίλλονται τα συνήθη ποιητικά θέματα: του έρωτα, του θανάτου, της μοναξιάς, της απουσίας του Άλλου, της αναζήτησης της ολοκλήρωσης μέσα στα δεσμά της υλικής σάρκας, η αγωνία για το Αύριο, το κυνήγι του Αγνώστου - ως επιθυμητής οδού αποδράσεως από τη φυλακή της επίγειας ύπαρξης, ο καλώς εννοούμενος ρομαντισμός, η χαμηλόφωνη αρμονία που πηγάζει λες από τη μουσική των ουρανίων σωμάτων - αυτή που μόνο οι ερωτευμένοι, οι ποιητές και οι αθώοι αντιλαμβάνονται.
Η σιωπή και η κραυγή, το άσπρο και το μαύρο, το θετικό και το αρνητικό, η παρουσία και η απουσία, η πλήρωση και η στέρηση, δίνουν τον θεματικό τόνο υψηλών πνευματικών συχνοτήτων, όπως αντηχούν στον διπολικό κόσμο του Φωτός και της Σκιάς, του Καλού και του Κακού, όπου βρεθήκαμε να ζούμε, κι αναλογιζόμαστε διαρκώς για την σκοπιμότητα αυτού του θεάτρου που είναι ο κόσμος.
Θερμά συγχαρητήρια και στις δύο ποιητές, και κυρίως στους Γάλλους εκδότες που υποστηρίζουν την υπόθεση της Ποίησης για το καλό του Κόσμου και του Ανθρώπου.
Στα άδυτα της ύπαρξης μου, ΚΡΙΤΙΚΗ : Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα
ΕΛΕΥΕΡΟΤΥΠΙΑ
Διαμάντια στη δίνη του χρόνου
Σπανίως παίρνω στα χέρια μου ποιητικές συλλογές τόσο συγκινητικές κι ενδιαφέρουσες, πέρα από τα όρια μιας τέχνης εξ ορισμού μονολογικής, όπου δύο ποιητές συνδιαλέγονται κι ανταλλάσσουν τις εκφραστικές τους παρακαταθήκες. Και ξεκινώ με τα βιογραφικά τους. Ο Ζουλιέν Κιλάνγκα Μουζέντ γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1950 στη Δημοκρατία του Κονγκό, είναι παντρεμένος και πατέρας έξι παιδιών, διδάκτωρ Γαλλικής Φιλολογίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Lubumbashi. Σήμερα διατελεί διευθυντής της κατανομής της Γαλλικής Γλώσσας και των εταίρων γλωσσών στον Διεθνή Οργανισμό της Γαλλοφωνίας. Λυρικός ποιητής, με πολύχρωμους εσωτερικούς τόνους, κινείται μεταξύ ρομαντισμού και υπαρξισμού, προσπερνώντας τον μοντερνισμό και νοσταλγώντας τον κλασικισμό. Η ποίησή του είναι γεμάτη ευρωπαϊκό ιδεώδες και ελληνορωμαϊκή κοσμοαντίληψη-μυθολογία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό -και για τους δύο ποιητές- που συνάντησε την Ελληνίδα Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι πτυχιούχος της Γαλλικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόνη. Ποιήτρια χαμηλών τόνων και πολυεπίπεδης εσωτερικότητας, μοιράζεται τον πλούσιο ψυχικό της κόσμο με τον αναγνώστη των λεπταίσθητων τεχνουργημάτων της. Σε έναν σύγχρονο κόσμο που βιώνει τις επιπτώσεις μιας πολυδιάστατης πολιτισμικής κρίσης, η πρωτοβουλία γαλλικών εκδοτικών οίκων να επιμένουν να τυπώνουν ποιητικές ανθολογίες ή διαλόγους ανθρωποκεντρικών και ευρωπαϊκό - κεντρικών ποιητών είναι αξιέπαινη και πρέπει να βρει μιμητές και στους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Εν τέλει, από αρχαιοτάτων χρόνων, η ποίηση είναι το μόνο προϊόν αυτής της ταλαίπωρης χώρας μας. Ας τη διασώσουμε κι ας την προφυλάξουμε από τη σκόνη του Χρόνου. «Στα άδυτα της ύπαρξής μου», από τον Ζουλιέν Κιλάνγκα-Μουζέντ και από τη Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου: ένα ποιητικό διαμάντι που αξίζει την προσοχή.
"Στα άδυτα της ύπαρξης μου"
περιοδικό
ΕΝΕΚΕΝ Νο19, 2011 από Χλόη Κουτσουμπέλη
"Στα άδυτα της ύπαρξης μου"
περιοδικό
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Νο159-160, 2011 από Βασίλη Καραγιάννη
"Αποικία Κοχυλιών" "Colonie de coquillages"
περιοδικό
ΦΥΓΟΣ
Ιωάννινα Νο24-25 2008
Από Kilanga Musinde: KILANGA-MUSINDE
Μελιτας Τοκα-Καραχαλιου: «Αποικία Κοχυλιών», ποιήματα
Αυτή η ύπαρξη έχει τη γνώμη πως όταν κανείς εισδύει μέσα στο ταξίδι της γραφής πρέπει να γνωρίζει ότι δεν πρόκειται για την αναζήτηση καινούργιων τόπων, αλλά ως επί το πλείστον για να έχει μια καινούργια ματιά. Αναμφίβολα λοιπόν στην αναζήτηση αυτής της καινούργιας ματιάς επιφέρει το καινούργιο φανταστικό. Η Μελίτα ελευθερώνει όλες τις δυνάμεις της για να καινοτομήσει μέσα σ'αυτό το λογοτεχνικό έδαφος, το τόσο γόνιμο.
Πιστεύει σ'αυτό αληθινά;
Ναι, διότι η δύναμη του δημιουργού έγκειται στο να επιφέρει μία καινούργια ματιά, απροσδόκητη στην πραγματικότητα στην οποία είμαστε περισσότερο συνηθισμένοι.
Η Μελίτα σε ένα πλάνο έχει καλλιτεχνικές απαιτήσεις και μία γλώσσα καινούργια, που από μόνη της εκφράζει την πρωτοτυπία της, για να μας αποδείξει πως οτιδήποτε το ανθρώπινο δεν της είναι άγνωστο.
Να λοιπόν το έργο του οποίου σήμερα θέλουμε να διαπεράσουμε τα τρίσβαθα.
Η «Αποικία κοχυλιών» με εξώφυλλο που απεικονίζει ένα κοχύλι, ανοίγει με μία ενδεικτική λέξη, που αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο όλου του έργου.
«Τίποτα πιο γλυκό από τον Έρωτα» και ακολουθεί ένα ιδεόγραμμα χαρακτηριστικό επίσης:
«Στο δικό μου μπάρκο μοναδικός επιβάτης ταξιδεύεις». Μία ωραία συλλογή με εύκολη ανάγνωση στα Γαλλικά.
Θα ήθελα να τη διαβάσω, όπως έχω διαβάσει απολαμβάνοντας τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, όπως τη Σαπφώ, τον Όμηρο, τον Ανακρέοντα.
Αυτά τα κείμενα ξυπνούν μέσα μου τη δίψα της μάθησης της νεοελληνικής γλώσσας.
Να είναι άραγε αυτό το αίσθημα που με διαπερνά όταν διανύω αυτά τα 20 ποιήματα με το άνισο μήκος;
Το σημάδι τού Βορρά
Ή δύναμη της δημιουργίας
μέ αντανακλάσεις πάνω στο τζάμι
ξεγυμνώνει και ντύνει τα τοπία σου
με πέταλα και φύλλα.
Αιμάτινη κηλίδα ή επιθυμία,
αισθησιακή φτερούγα του πινέλου σου,
με ίχνη διάρκειας μακράς,
χρώματα ανοξείδωτα αποστηθίζει.
Ή γόνιμη μέρα βεβαιώνει τις γεωμετρίες της
κι απολαμβάνει την τροχιά της,
Και δίχως στάχτη ο βορράς
με έναν γλάρο σ' έκσταση...
Από πάντα
'Από πάντα
μέ το δικό μου αίμα κυκλοφορείς
Εσύ
Ασύνορος ο Έρωτας
στην αύρα της αυγής φωλεμένος.
Πάει καιρός πολύς πού αντιλαλείς
στα κάθυγρα τοπία μου.
'Εσύ, ο δικός μου πρίγκηπας με τά κρίνα.
Η «Αποικία κοχυλιών» είναι λοιπόν ένα πραγματικό ταξίδι, του οποίου το τελικό Λιμάνι είναι πάλι ένα ιδεόγραμμα:
Πάλι
Και απόψε πάλι στις σκέψεις μου καθρεφτίζομαι
Είδωλο θυελλώδες εσύ.
Όλα αυτά για να πει:
Ποτέ - Πάντα
Κάθε στιγμή πεθαίνεις.
Κάθε στιγμή ξαναγεννιέσαι.
Διαφορετικός.
Ποτέ ο ίδιος.
Μέσα σου κουβαλάς ουσία
από πολλούς εαυτούς.
Ανεξερεύνητους, άγνωστους.
Φανταστικά ωραίους.
Ενώ στον καθρέφτη του Χρόνου,
σαν βουερός ποταμός,
ρέουν οι λέξεις σου διαυγείς.
'Αναλλοίωτες ζουν,
αντανακλώντας πάντα
τους Ίδιους ήχους,
το ίδιο ρίγος.
Άλλη μια φορά, ο Έρως που άνοιξε τις πρώτες σελίδες της «Αποικίας Κοχυλιών» έρχεται να κλείσει την τελευταία σελίδα που αντικατοπτρίζει την πνοή ενός ακόρεστου πόθου: « Ακούω ακατάπαυστα, τον αναστεναγμό του ανέμου με κλυδωνισμούς να με σπρώχνει στην ωκεάνια ανυπαρξία» Τι άλλο να πει κανείς γι' αυτό το έργο με τις αναρίθμητες απηχήσεις! Κάποιοι θα αναζητήσουν την ιδιαίτερη δέσμευση της δημιουργού μέσα στο χώρο της. Αυτή είναι μια άποψη των πραγμάτων. Αλλά το ότι αυτή η άποψη μπορεί να κρύβει ένα μέρος της αλήθειας κι ότι οι αναλύσεις της μπορούν να συμβάλουν στο να γίνουν πιο αισθητές κάποιες απηχήσεις του έργου, κανείς δεν θα σκεφτόταν να το αμφισβητήσει. Κι αν καλύπτει κάποιες πλευρές, είναι γιατί η ευφυΐα δεν δύναται σε καμιά περίπτωση να υποκύψει σ' όλες αυτές τις απαιτήσεις, είναι ευφυΐα μάλιστα λόγω του ότι απομακρύνεται απ' αυτές. Ο καλλιτέχνης, ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις στις οποίες η ατομική παρόρμηση συμπίπτει με την παρόρμηση του κοινωνικού χώρου, δεν είναι αυτός παρά μόνο γιατί ενσάρκωνε το κοινό ιδανικό με μια μορφή που είναι η δική του μορφή κι ο καρπός των πεποιθήσεων του.
Συνάντησα τη Μελίτα για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια περίπου, σ' αυτήν την ανθρώπινη όαση την απομακρυσμένη απ' όλες τις θύελλες του κόσμου μη γνωρίζοντας ότι μια μέρα θα μοιραστούμε το ποτήρι που μας προσφέρει σήμερα η πλούσια ποίηση της που δεν άργησε να μας απλώσει τα χέρια, όπως ανάφερε κάποιος Γάλλος συγγραφέας «Το Άργος μας καλεί, η Σπάρτη μας απλώνει τα χέρια» γιατί να μην πω, η Μελίτα μας κάλεσε και η «Αποικία κοχυλιών» μας άπλωσε τα χέρια.
Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί συνάδελφοι,
Εξερευνώντας το ποιητικό σύμπαν της Κυρίας Μελίτας Τόκα Καραχάλιου, θα διανύσετε το οδοιπορικό του ταμπεραμέντου και του στυλ της όπου η λέξη έχει λεχθεί γραφεί, καταγραφεί. Από τη στιγμή που έχει γραφεί, διαλύεται. Η Μελίτα, κατ' εικόνα των υπάρξεων με λαμπερό πεπρωμένο που μας δείχνουν νέες απόψεις παροτρύνοντας μας στην ουσία της ζωής και προς ανώτερες σφαίρες, επαγρυπνεί με τη λέξη κι η λέξη γίνεται λύχνος κρεμασμένος στη σιωπή, τη σιωπή της λέξης. Το κείμενο ξεπηδά, διαρθρώνεται μεταξύ αμφιβολίας κι αβεβαιότητας, προσπαθεί να σβήσει τη σιωπή, να εξαφανιστεί πίσω από τ' αποσιωπητικά που προηγούνται απ' αυτό. Η Μελίτα κατάφερε να το κάνει μέσα από το έργο της που τιμούμε σήμερα.
Ανοίγοντας τις πρώτες σελίδες αυτής της συλλογής και κλείνοντας την τελευταία σελίδα, πίστεψα πως θα μπορούσα να την τελειώσω μ' αυτές τις λέξεις της απήχησης της συλλογικής συνείδησης που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και στην αναζήτηση αξιοπρέπειας ενώ πιστεύουμε πως εισχωρούμε στα άδυτα της γαλήνης. Κάθε υποψιασμένος αναγνώστης σίγουρα θα βρει υλικό στοχασμού. Σας προσκαλώ λοιπόν να προσεγγίσετε αυτό το έργο διότι, πρέπει να γνωρίζετε πως μια λογοτεχνία
είναι φτιαγμένη από έργα αλλά κι από ανάγνωση, δεύτερη ανάγνωση. Η σιωπή όσον αφορά τα έργα, τα εγκλωβίζει, επιθέτει καινούργια στρώματα μη κατανόησης επάνω σ' αυτά.
Όσον με αφορά, εισήλθα στην Αποικία κοχυλιών όπως σ' ένα ναό όπως αυτός ο ευσεβής γέροντας που προσμένει από καιρό την παρηγοριά των απογόνων του και ο οποίος είχε δεχθεί τη θεία αποκάλυψη ότι θ' ατένιζε τη μεσσιανική εμψύχωση κατά τη διάρκεια της ζωής του. Και να που ήταν εδώ οι απόγονοι του: δυο περιστέρια το ένα πλάι στο άλλο: η γαλλική και η ελληνική γλώσσα.
Μου επιτρέπεται να πω κλείνοντας: τώρα, γνωρίζω την γαλήνη, χάρη στην «Αποικία κοχυλιών» της Μελίτας.
Αποικία Κοχυλιών Colonie de coquillages
Πειραματισμός
στη σύγχρονη ποίηση της Θεσσαλονίκης
Μελίτα
Τόκα Καραχάλιου
Αποικία
Κοχυλιών Colonie de coquillages
του Χ.-Δ.
Γουνελά
αναπληρωτή καθηγητή,
Τμήμα
Φιλολογίας Α.Π.Θ
στο περιοδικό
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ 2009
Πρόκειται
για μια ποιητική συλλογή σε δύο γλώσσες
και δεν είναι η πρώτη φορά που η κυρία
Καραχάλιου παρουσιάζει την ποίηση της
ταυτόχρονα στα Γαλλικά
και Ελληνικά.
εκδ.
Αρμός, Αθήνα, 2008. OTa ελληνικά σε παράλληλες
σελίδες. Τη μετάφραση, εδώ, την έχει
κάνει η Isabelle
Taumbrun-Kamaroudis, αν και η ίδια
η κυρία Καραχαλιου έχει στο παρελθόν
μεταφράσει δική της και ξένη λογοτεχνία
από και προς τα γαλλικά.
Η ποίηση στον
γραπτό λόγο - σε αντίθεση με αυτή του
προφορικού και εννοώ «την προφορική
παράδοση» ενθαρρύνει προς τον εκφραστικό
πειραματισμό. Αυτό, όμως, που θεωρείται
ότι είναι ένα γενικό φαινόμενο, στην
περίπτωση της κυρίας Καραχαλιου παίρνει
μια τολμηρότερη μορφή. Για να γίνω
σαφέστερος, θα ήθελα να εξηγήσω ότι άλλο
πράγμα είναι να βλέπεις σταθεροποιημένο
αυτό που γράφεις στο χαρτί και άλλο να
ανατρέχεις στη μνήμη και στιγμιαία να
εκφράζεσαι, όπως γίνεται στην προφορική
παράδοση, δηλαδή στο δημοτικό τραγούδι.
Το σταθεροποιημένο στο χαρτί ζητάει το
ίδιο να το επεξεργαστείς.
Βέβαια,
γενικά ο άνθρωπος φαίνεται να κυριαρχείται
από μια εγγενή δύναμη για εξέλιξη και
αλλαγή. Η δύναμη αυτή (είτε την ονομάσουμε
διαλεκτικό κανόνα σύμφωνα με τους
Μαρξιστές, είτε την ονομάσουμε ζωτική
δύναμη - elan vital - σύμφωνα με τον Bergson),
εξηγεί γιατί ο άνθρωπος σε όλες τις
περιπτώσεις κινείται ανατρεπτικά. Δεν
είναι παράδοξο, λοιπόν, να δεχόμαστε
πως οι ποιητές είναι ανανεωτές της
σκέψης και της έκφρασης.
Η έννοια της
λέξης «κοχύλια» στον τίτλο της συλλογής
της κυρίας Καραχαλιου, μάλλον ανάγει
συμβολικά στο νόημα της φθοράς και
επομένως και της εξέλιξης. Κάτι παρόμοιο
κάνει και ο Σεφέρης όταν χρησιμοποιεί,
στην πρώτη του συλλογή (Στροφή 1931), ως
υπότιτλο τις δύο λέξεις: «Κοχύλια και
σύννεφα». Ακριβώς γιατί φαίνεται να
θέλει να σηματοδοτήσει την αναγνώριση
της φθοράς, της αλλαγής και της
προσκαιρότητας των πάντων με την αναφορά
στα κοχύλια και στα σύννεφα.
Αναρωτιέται
κανείς γιατί, άραγε, να υπάρχει αυτή η
τόσο επίμονη πειραματική διάθεση από
τους ποιητές του Μοντερνισμού (και εδώ
έχω κατά νου τους μεγάλους Baudelaire και
Mallarme). Η απάντηση φαίνεται να σχετίζεται
με τη διαπίστωση ότι ο Μοντερνισμός
συνάδει με την εποχή που αρχίζει ο
άνθρωπος να κοιτάζει μέσα του. Με άλλα
λόγια, ο άνθρωπος φτάνει στο να αναγνωρίσει
την περιπλοκότητα της ίδιας του της
φύσης και δεν στέκεται απλώς ως
αποστασιοποιημένος παρατηρητής του
αντικειμενικού κόσμου, έτσι ώστε να τον
αντιμετωπίζει ως ακινητοποιημένο.
Στα
ελληνικά δεδομένα, ένα από τα πρώτα
ποιήματα του Σικελιανού αρχίζει
χαρακτηριστικά με τους εξής στίχους:
«Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος, / του γυρισμού,
στη μεγάλη /της αμμουδιάς απλωσιά»
{Αλαφροΐσκιωτος, 1909). Η επιμέρους ενότητα
αυτού του ποιήματος του Σικελιανού έχει
τον τίτλο «Γυρισμός» και, όντως, χωρίς
ρήμα και χωρίς την αναγνώριση του πάσχω
ή ενεργώ εκφράζει την επιστροφή του
στον πρωτογενή συλλογικό εαυτό, που δεν
είναι άλλος παρά η πολυμορφία και
ρευστότητα των πάντων. Εξάλλου, από μια
φιλοσοφική σκοπιά, εύστοχα έχει
παρατηρηθεί από τον Heidegger πως η τέχνη
δεν είναι παρά η προσπάθεια να αναδείξει
ο καλλιτέχνης το κρυμμένο. Βέβαια,
σύμφωνα με τον Heidegger το εγχείρημα αυτό
είναι ανέφικτο. Πάντοτε η φύση κρύβει
τον εαυτό της. Και ουδέποτε θα κατορθώσουμε
να ξανοίξουμε το κρυμμένο, με τη έννοια
του να του δώσουμε νόημα και να το
γνωρίσουμε. Επομένως, ένα καλλιτέχνημα
δεν έχει ορισμένο τέλος, ή, καλύτερα θα
ήταν να λέγαμε ότι δεν έχει καν τέλος.
Ένα καλλιτέχνημα σχετίζεται με το
μυστικιστικό σύνολο που βρίσκεται σε
ρευστότητα μέσα μας - στο ασυνείδητο
του καλλιτέχνη.
Ο πειραματισμός της
κυρίας Καραχάλιου δεν είναι απλώς
εκφραστικός, αλλά και οπτικός. Πιάνει
το Ρόδι στο ποίημα της «Η ροδιά» από τον
μίσχο, περνάει στον σπόρο και στο χρώμα
του φλοιού του και φτιάχνει ένα ρόδι
οπτικά - ένα ιδεόγραμμα. Είναι σαν να
θέλει να μας πει ότι τα σχήματα είναι
και αυτά γλώσσα. Ο καρπός, το ρόδι που
σχηματίζει η κυρία Καραχάλιου είναι το
σχήμα του κόσμου όλου και της ψυχής και
της συμπαντικής ύπαρξης όλων, έτσι όπως
μας το δίνει σε σχήμα, το οποίο φτιάχνει
με τα γράμματα των σκόρπιων λέξεων,
εξομοιώνοντας τα γράμματα με τα σπυριά
του ροδιού. Με άλλα λόγια, εδώ συμβολικά
μέσα στο κυκλικό σχήμα του ροδιού
απεικονίζεται ο ουράνιος θόλος, ή η
γυναικεία μήτρα, ενώ ανάγει ταυτόχρονα
στο νόημα «αποικία κοχυλιών» ως
γενεσιουργός αιτία και σπέρμα.
Το
ανοίκειο και παράδοξο αυτό που εντοπίζεται
στην ποίηση της κυρίας Καραχάλιου έχει
πολλές πτυχές και παραμέτρους.
Παραδείγματος χάρη, σε ένα άλλο της
ποίημα με τίτλο «Γεια» παίζει με την
ίδια τη γραφή της λέξης και τα σχήματα
των γραμμάτων.
Γεια
Ύστερα ψιθύρισε
«Γεια»
μια λέξη όπως αντίο
με 'κείνο
το Γάμα σε ορθή γωνία
γιατί έπρεπε να
γίνει το ορθόν, το πρέπον
κι ας ήταν η
στιγμή οξεία
και το άλφα στο τέλος,
που
έμοιαζε αχόρταγο κι αμήχανο,
ωστόσο
αποφασισμένο ν' ανεμίσει
στον ανέκφραστο
ορίζοντα.
Το σπίτι, η αυλή, το
γιασεμί
βουβοί μάρτυρες της Θλιβερής
εικόνας.
Κι όσο απομακρύνονταν τόσο
έλαμπε
Σε
καμιά περίπτωση δε χαρακτηρίζω την
ποίηση της Κυρίας Καραχάλιου ως
επιτηδευμένη Φτάνει πολλές φορές να
είναι η δημιουργία ενός μυημένου.
"Αποικία Κοχυλιών"
περιοδικό
ΕΝΕΚΕΝ Νο13
2009 από την Χλόη Κουτσουμπέλη
"Φαινώ η αγρύπνια του πελάγου" - "Phaeno la veille pelagique"
Κριτική Βιβλίου Μανώλης Πράτσικας
Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2002
ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ
Εντυπωσιάζει η λογοτεχνική παρουσία της Μελίτα Τόκα Κάραχάλιου.
Δείχνει ότι έχει συμμετοχή στην αγωνία του συμπάσχοντος πνευματικού ανθρώπου και στην αναζήτηση μιας κάποιας ανανεωτικής φαινομενολογίας.
Και αυτό είναι το σημαντικό και αυτό το υπογραμμίζω.
Ωστόσο η στήλη θα ασχοληθεί με το τελευταίο ποιητικό της βιβλίο την Φαινώ.
Καταχωρείται εδώ ένας στίχος που πάλλεται αλλά και που εκπέμπει τρυφερότητα. Έτσι η προσέγγιση στην ευαισθησία του στίχου κατεργάζεται χαρισματικούς ψυχισμούς.
Η φράση και η λέξη έχουν την καθαρότητα της ευλογίας στην αναπόληση, στην μνήμη.
- Ύστερα στον ίσκιο του φεγγαριού βρέθηκε
Ξαφνικά να περπατά σε μια παλάμη γης, σελ. 17
- Ένα γέλιο ξυπόλητο άφησε και ίχνη ομορφιάς να ανάβει της νύχτας τα λυχνάρια.
- Ρόδα και υάκινθοι / ας λούζονταν ξανά στο φώς που βλασταίνει / από την ερεθισμένη σάρκα του γυμνού καλοκαιριού, σελ. 33
- Στη κουπαστή του χρόνου αραγμένη υγρή κραυγή η νιότη σου, σελ. 7
Αλλάζω το σου και το γράφω ΜΑΣ. Παρέμβαση Μ.Π
"Φαινώ η αγρύπνια του πελάγου"
περιοδικό
ΦΥΓΟΣ
Ιωάννινα Νο12 2002 απόΓιώργο
Φρέρη Καθηγητή Συγκριτικής Γραμματολογίας
στο ΑΠΘ Τμήμα Γαλλικής γλώσσας.
Η νύχτα γεννιέται υγρή - la nuit nait humide
Ποιητική Βιβλιοχρονική του Paul Courget
για το περιοδικό La toison d΄ or Γαλλία 1998
Ύστερα σε άλλη κυλούν οι μέρες κοίτη, ομίχλη διαπερνά την ψυχή μας, κισσοί τις πύλες της απουσίας μεγαλώνουνε κι η θύμηση βραδιάζει.
Από την προσφιλή Ελλάδα μας ήρθε ένα χαριτωμένο βιβλιαράκι με τίτλο «Η νύχτα γεννιέται υγρή». Οφείλετε στο πλατιά διευρενητικό ταλέντο της Μελίτας Τοκα Καραχάλιου στην οποία ήδη οφείλουμε τα «Περάσματα» τις «Περιπλανήσεις» ποίηση, δοκίμιο της «Από το Θεόκριτο στο λογογράφημα», τα εξαίρετα «Ιδεογράμματα» ποίηση 1995 που εκδόθηκαν για δεύτερη φορά. Ξεπερνώντας τους συντακτικούς και ποιητικούς κανόνες η Μελίτα Τόκα Καραχάλιου, έψαχνε να εκφραστεί με έναν τρόπο πιο τολμηρό από τον παραδοσιακό και δικαιολογημένη στην πρόθεση της δίχως άλλο από τα Galligrammes του Guillaume Apollinaire. Μιας γραφής πιο ευρέως αποδεκτής (παραδοσιακής) είναι τα ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Η νύχτα γεννιέται υγρή» των οποίων οι μεταφράσεις οφείλονται στην Αθανασία Τσατσάκου και Νίκου Τούλα.
Η Μέλίτα Τόκα Καραχάλιου εξυμνεί εξ ίσου καλά το προνόμιο της γέννησης στην καρδιά του ονείρου καθώς και την ομορφιά των «μεσογειακών μαργαριταριών» μέσα «στο κροκάτο άγγιγμα μέρας γιορτινής» με μια γλώσσα πλούσια σε εικόνες που πάλλεται από τεχνάσματα. Αφήνει να διαφαίνονται με στίχους που δημιουργούν ατμόσφαιρα μαγευτική όλες οι χάρες ενός θηλυκού ταμπεραμέντου ιδιαίτερα ελκυστικού.
Για μια ακόμα φορά στο ακρογιάλι εκείνο
Ήθελα να με πάς
Που η μνήμη των κυμάτων σαν χελιδονιού φτερούγισμα
Σπαθίζει τον αιθέρα
Και το ευωδιαστό αρμυρίκι αναρριγά
Ένα βιβλίο στην ανάγνωση του οποίου μεθά κανείς επί μακρόν και ευχάριστα και του οποίου θα γευόταν καλύτερα όλη την αφθονία του, παροτρυνόμενος από την προηγούμενη παράθεση στίχων στην καρδιά ενός τοπίου αποκαλυπτικού «μακριά η χρυσίζουσα θάλασσα που απαστράπτει στον ήλιο».
Η νύχτα γεννιέται υγρή
περιοδικό
ΠΟΡΦΥΡΑΣ Νο87, 1998 Αντώνης Κάλφας
ΙΔΕΟΓΡΆΜΜΑΤΑ ποίηση
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ απο ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Στο νέο της βιβλίο "ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ" η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου παρουσιάζει 16 ποιήματα της σχηματικής ποίησης που συνδυάζουν οπτική πραγματικότητα με τη μουσικότητα και το βάθος του ποιητικού λόγου και τον ιδιότυπο ρεαλισμό με τη λυρική τόλμη, έτσι που το νοηματικό περιεχόμενο κυρίως όμως το αισθητικό αποτέλεσμα βγαίνουν ενισχυμένα και δημιουργούν ένα νέο κύμα συγκίνησης κι ελευθερίας, που πέρα από τη χαρά "του νέου" σηματοδοτούν και μια πορεία ουσιαστικών προβληματισμών.
Τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα είναι νέα και μόνο μερικά όπως τα "σημεία στίξης", ο "σαλίγκαρος" είχαν περάσει μέσα από τις σελίδες προηγουμένων ποιητικών συλλογών της ποιήτριας και είχα την ευκαιρία ν' ασχοληθώ με αυτά κυρίως στο βιβλίο μου "ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τόμος Α' -1994" όχι βέβαια σαν κριτικός αλλά ακολουθώντας άλλους πνευματικούς δρόμους.
Στη "σχηματική γλώσσα" που είναι σαν ένας μικρός οδηγός της "γλώσσας των συμβολισμών" όπου η ποιητική ουσία αλλά και η ομορφιά παίζουν ένα συναρπαστικό παιχνίδι για λίγους, ανακάλυψα μια δυναμική πορεία όλων των μυστικών της υποβολής που έχουν κοινές πηγές το "χαρισματικό πνεύμα" και τη "φωτεινή ψυχοσύνθεση" που δηλώνουν και την αληθινή αξία του κάθε πραγματικού ποιητή.
0 καθηγητής κ. Φρέρης σε μια ομιλία του για το νέο έργο της Μελίτας Τόκα-Καραχάλιου νομίζω πως φανέρωσε και μάλιστα παραστατικά τον κεντρικό άξονα η δημιουργία της ποιήτριας "που επιβεβαιώνει τα πράγματα γιατί έτσι μόνο επιβεβαιώνει την ίδια τη ζωή!
"Οι μικροί χτιστάδες" είναι το χθες, το σήμερα και το αύριο και θετικός ρεαλισμός τους σ' ελάχιστα σημεία διαφέρει από το υπερβατικό φως που υπάρχει στο "σαλίγκαρο" ή τα πηγαία συναισθήματα που υπάρχουν στις "Κυκλάδες της αγάπης" όπου ακτινοβολεί και ρωμαλέος στοχασμός αλλά και η πατρι-δολατρεία. 0 ποιητικός λόγος "κινεί τα πράγματα όπως θέλει μα μένει ανερμήνευτος" όπως η μυστική δράση των ακτινών στη φύση και η φωνή της αγάπης που περνά από μέσα μας και γίνεται ζωή!
Κάπως έτσι "επιδέξια" αλλά και "προφητικά" τ' αναφέρω αυτά τα πράγματα στις ΤΑΛΑΝΤΩΣΕΙΣ το 1992.
"Γιατί τι θα ήταν το φεγγάρι χωρίς το ασήμι της θλίψης του και η ποίηση χωρίς το φως της σιωπής της;"
Η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, η ποιήτρια που ντύνει τα σχήματα με ιδέες και φως το ξέρει αυτό το μυστικό όπως και το δρόμο της στο μέλλον για να δικαιωθεί και να μας δικαιώσει.
θα μας δώσει ό,τι πιο πολύτιμο έχει για την ποίηση και τη ζωή.
ΙΔΕΟΓΡΆΜΜΑΤΑ ποίηση και Από το Θεόκριτο στο Λογογράφημα, δοκίμιο για την οπτική ποίηση
περιοδικό
ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ Νο29 1997 από Γιώργο Φρέρη
Καθηγητή
Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ
Τμήμα Γαλλικής γλώσσας
Από το Θεόκριτο στο Λογογράφημα, δοκίμιο για την οπτική ποίηση
Εφημερίδα ΗΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ1996
Την ιδιαίτερη ευχαρίστηση και εκτίμηση για τη σχηματοποιημένη ποίηση μου ξύπνησαν τα δύο βιβλία ιδεογραμμάτων της Καραχάλιου.
Η εργασία της Μελίτας Τόκα Καραχάλιου «Από το Θεόκριτο στο λογογράφημα» κοιτάζει την ιστορία του σχηματικού λόγου και τι\ς ποικίλες μορφές του, μάλλον σύντομα αλλά ουσιαστικά. Εξηγεί απλά τη δομή της σχηματικής ποίησης σημειώνοντας την οντολογική αξία της εικόνας. Προχωρεί στην ιστορία του είδους αυτού, κυρίως στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, σημειώνει όμοιες προσπάθειες στην ιουδαϊκή και χριστιανική ποίηση, στα χειρόγραφα του Μεσαίωνα και σταματά ιδιαιτέρως στην εξέλιξη του είδους στα τέλη του 19 αιώνα μέχρι σήμερα, με τους Μαλλαρμέ, Μαρινέττη, Μαγιακόβσκι, Κατίσκι, Απολλινέρ, Καμμίγης, με παραδείγματα μεταφρασμένα από την ίδια την Καραχάλιου. Και φτάνει πια στη ιστορία του είδους αυτού στη νεοελληνική λογοτεχνία με τη «Νέα Εστία» του 1928, όπου ο Πότης Ψαλτήρας δημοσιεύει το ποίημα «Θύμηση». Αναφορές κάνει στο Σεφέρη, στον Κ. Χρυσάνθη και άλλους και στο δικό της έργο (Μικροί χτιστάδες, Σαλίγκαρος).
Η συγγραφέας - ποιήτρια προχώρησε τον λόγο της και σε άλλα συγγενικά είδη όπως τα εικαστικά στοιχεία στον ελεύθερο στίχο, η οπτική ποίηση, η αντικειμενική ποίηση, τα λογογραφήματα και άλλα, με διάφορα δείγματα.
από
τον
καθηγητή Rotolo
Vincenzo του
πανεπιστημίου του Παλέρμο, Ιταλία τμήμα Νεοελληνικών σπουδών Νοέμβρης
1998 κάνει αναφορά στο δοκίμιο του για το
Θεόκριτο στο Λογογράφημα,
«Περιπλανήσεις», ποιήματα.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Μεγ. Τετάρτη 10 Απριλίου 1985
Προσωπικές εξομολογήσεις, εικόνες από την καθημερινή ζωή και την πραγματικότητα των καιρό μας, εμπνέουν την ποιήτρια, που μας δίνει στίχους αδρούς, με μια βαθύτερη τρυφερότητα και μια λυρική ευαισθησία. Στα ποιήματα της υπάρχει η εντυπωσιακή ενότητα λυρικών και ρεαλιστικών στοιχείων, η αποζήτηση της ομορφιάς συνδέεται με την ανάγκη μιας σωστής ανθρώπινης επικοινωνίας, που δίνει και στο χώρο και στον χρόνο της πραγματικές του διαστάσεις. Είναι μια ποίηση που συγκινεί βαθιά και προβληματίζει άμεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου