Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Φαινώ η αγρύπνια του πελάγου στο Γαλλικό Ινστιτούτο


Ο Λυρικός Έρωτας

Κείμενο που διαβάστηκε σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο, Θεσσαλονίκη.
5 Δεκεμβρίου 2000 από Αντώνη Κάλφα.

Σε προηγούμενη παρουσίαση μιλώντας για το τι σημαίνει το έξω, ο εξωτερικός χώρος στην Νύχτα γεννιέται υγρή έγραφα και τα εξής: «Στον αντίποδα αυτών των αισθημάτων που ορίζονται από τον κλειστό ιδιωτικό κόσμο του «μέσα» ζει, υπάρχει και αναπνέει ο κόσμος του «έξω»: φωτεινός, ανοιχτός στην επικοινωνία, τόπος σωματικής επαφής και ανθρώπινου διαλόγου, διαμεσολαβητής των μεγάλων στιγμών τόσο του προσωπικού όσο και του κοινωνικού χώρου, εορταστικός, βαθιά ερωτικός και αναστάσιμος, εύφλεκτος αλλά και υγρός, οδυσσεϊκός αλλά και ηρακλείτιος, ο κόσμος του έξω ανασαίνει τον άνθρωπο προτείνοντας μια ευανάγνωστη οικολογία για ποιητική, σχεδόν σωματική, χρήση. Δεν είναι τυχαίο on ο αναγνώστης της συλλογής σκοντάφτει στην χλωρίδα του ανοιχτού χώρου με τόσο έντονο τρόπο που, προς στιγμήν, μπορεί καινά λυποψυχήσει καινά συλλάβει για λυρισμό το συμπαντικό μεθύσι (βλ. και το σολωμικό δεν το 'λπιζα να' ναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο!). Υπογραμμίζω πρόχειρα ορισμένα από τα στοιχεία αυτού του σύμπαντος: το βότσαλο, η ωδή στη ζωή, ο ύπνος, η νύχτα, η υγρασία, το μονοπάτι, η μνήμη των κυμάτων, τα όλβια νερά, ο φραμπαλάς της γαλάζιας άνοιξης, οι περασμένες ανθοφόρες εποχές, οι πρασινάδες, η βροχή, το χνούδι της καρδιάς, το σαντούρι και χλόη, ο χρόνος που καίγεται, το τραγούδι, η μεστή σάρκα [...] Στο καταληκτικό ποίημα Τ' ακροθαλασσι οι άνθρωποι παρομοιάζονται με τα κύματα της θάλασσας που εξαφανίζονται μετά το ηδονικό λίκνισμα, τις χαρές και τις λύπες της γοητευτικής περιπλάνησης χωρίς να αφήνουν τα ίχνη τους».

Η παρούσα συλλογή, 19 ποιήματα (συν δύο που λειτουργούν ως πρόλογος και επίλογος αντιστοίχως) είναι το ποιητικό ίχνος της νέας κατάθεσης της ποιήτριας, κατάθεση που επεκτείνει αν όχι ολοκληρώνει το μέχρι τώρα παραδομένο ποιητικό υλικό. Δεν πρόκειται για εύκολη δουλειά εφόσον η ανανέωση της ευαισθησίας γίνεται προς δύο κατευθύνσεις αν διαβάζω σωστά: από τη μια μεριά ο εξωτερικός κόσμος, ο κόσμος των πραγμάτων αποκτά έναν πιο διάφανο λυρισμό και από την άλλη έντονη γίνεται μια βαθύτερη διάθεση, ας πούμε το φιλοσοφικότερο ή μυθολογικότερο ποιητικό σύμπαν ασχολείται (πέρα από τα ήδη γνωστά: νεότητα, μελαγχολία, πίκρα) και με άλλα ζητήματα, ζητήματα που συνδέονται βεβαίως και με τη φθορά του χρόνου. Ένα πρόχειρο παράδειγμα: το μηδέν, στο ομότιτλο ποίημα, λειτουργεί ως σύμβολο που αντιστέκεται στο θάνατο, ως σύμβολο του ολοκληρωμένου, του βέβαιου και ασφαλούς, του σχήματος δηλαδή που δεν επιδέχεται γωνίες ώστε να κρύβεται ή να φο)λιάζει η φθορά σε όλες τις μετωνυμικές εκδοχές της: χρόνος, κούραση, μελαγχολία, αναστάτωση, άνυδρο τοπίο, τέλμα, θάνατος. Αυτή η σχηματική αντιπαράθεση: κύκλιο σχήμα/μηδέν VS οξυγώνια σχήματα, αποκτά στο σημασιολογικό κόσμο της συλλογής ανθρωπολογική διάσταση· την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Το παιχνίδι των σχημάτων ολοκληρώνεται με μια έξυπνη καταληκτική έκφραση: «σε χρόνο μηδέν ήθελε να ξεχάσει». Το μηδέν εδώ αντικαθιστά με περίπου παιδική απλότητα την κατάλυση του χρόνου, επινοώντας προς όφελος μας μια ωραία παρηγοριά λησμοσύνης (ας θυμηθούμε και το θαυμάσιο ποίημα «Κονιάκ μηδέν αστέρων» της μεγαλύτερης εν ελλάδι ζώσας ποιήτριας, της Κικής Δημουλά).

Η δεύτερη καινοτομία του εγχειρήματος που ακούει στον τίτλο Φαινώ, Η αγρύπνια του πελάγου έγκειται στη λυρική επεξεργασία, στη λεπτή ποιητική γλώσσα. Ο λυρισμός της ενότητας είναι θαλασσινός, υγρός, ερωτικός. Κοιτάξτε για παράδειγμα τους τίτλους των 10 ποιημάτων: Ένα δάκρυ. Φαινώ, η αγρύπνια του πελάγου, Στου χρόνου το λιμάνι (Στου χρόνου το λιμάνι/ πύλη ξεχασμένη από ορθρινούς κυματισμούς [...] μέσα στης αμμουδιάς την καρδιά [...] βότσαλα [...] σύννεφα, [...] χρυσές βροχές), Κοχύλι κλειστό. Οξειδωμένη Νηρηίδα. Ας κυλούσε («σιωπή της θάλασας», «ύφαλα του πεπρωμένου»), Στιγμές ρέουσες (μορφή από πάχνη), Υγρή κραυγή («παράπονο φθινοπωρινής βροχής», «αρχαία ρυάκια πυρετικά», «στήθος ήρεμων κυματισμών»»κουπαστή του χρόνου»), Αρμένισμα μελαγχολίας, Νίψου αλλά και στα άλλα ποιήματα είναι ρητή η σχέση με το υγρό και την υγρότητα: «αστείρευτο νερό» (Πρόλογος, σ. 11), «Πριν απ; το πέλαγος μακρόχρονο λιμάνι» (Επίγραμμα, σ. 13), «σε ποιους όρμους, σε ποια βράχια επάνω [... ] «χνάρι της αμμουδιάς πικρό/ που σ' ενός γλάρου σκιά θα σβήσει», όπως και οι δύο καταληκτικοί στίχοι «Και η καρδιά σου ασάλευτη και σιωπηλή/ στης μνήμης την ανοιχτή θάλασσα κωπηλατεί» (Πυρκαγιά του ορίζοντα), «διπλώνεις το εωθινό δίχτυ της θάλασσας», «σε τόσα ακρογιάλια», «κι ο ορίζοντας στενεύει/ κι ούτε πυξίδα καμιά» (Τώρα είσαι), «ρίζα αρχέγονη στον θαλασσένιο ανθώνα» (Τα μάτια σου), «σεργιάνιζαν οι αστερίες», «νύχτα μ' ένα φεγγάρι απόχη» (Νύχτα), «και γω για τα καράβια θέλω να σου πω», «καμπύλο ρόδο της θάλασσας», «ποστάλια και φορτηγά» (Ξημέρωμα), «αγκυροβολημένες σε αστροφεγγιές», «αιχμαλωτίζοντας το γαλάζιο» (Νίψου), «ανθοφόρα δάκρυα» (Επίλογος). Εξαίρεση μοναδική το ποίημα «Το μηδέν», «Μνήμες φωτιάς» και «Άπλωσε».

Παράλληλα, στο επίπεδο του νοήματος, η Φαινώ είναι κατ' ουσίαν ένας διάλογος της μνήμης (της νεότητας) με το χρόνο. Η βαθύτερη αποστολή της ηρωίδας (ηρωίδα ιάμβου αποκαλεί τη Μαρίνα των βράχων ο Οδυσσέας Ελύτης) είναι να διαφυλάξει (αυτό υπονοεί η λέξη αγρύπνια) την ομορφιά του κόσμου μέσα στην κακοτυχία της «αυτήν την ώρα την ανύσταχτη/ που ολομόναχη συντρίβεται» (Το δάκρυ). Η αναφορά στον Ελύτη δεν είναι χωρίς σημασία. Νομίζω πως η Φαινώ είναι μια ωριμότερη Μαρίνα των βράχων με την εξής διαφορά: δεν σπαταλά τη νιότη της γυρίζοντας ολημερίς αλλά, αντίθετα, στοχάζεται, θυμάται αφού η εμπειρία της ζωής αποδεικνύεται «δύσβατο μονοπάτι». Αυτό που στοχάζεται είναι η φύση και πιο ειδικά, μια ειδικότερη μορφή της, η θάλασσα, το θαλασσινό, το υγρό στοιχείο με όλη την δύναμη και τον πολιτισμικό κώδικα που κουβαλά η λέξη στην ανθρώπινη ιστορία αλλά και στη λογοτεχνική ιστορία. Γι' αυτό δεν είναι τυχαία και η συνάφεια με την ελυτική γραφή και την ελυτική κοσμολογία ιδιαίτερα στην εκδοχή των Προσανατολισμών. Εκφραστική τολμηρότητα, μεταφορικές και μετωνυμικές χρήσεις όπως: «Με γεύση στα χείλη ονείρου πικρού» (βλ. το στίχο «έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη»), Γέλιο ξυπόλητο, αιμάτινη αλμύρα (βλ. «Ω νεότητα/ Πληρωμή του ήλιου/ αιμάτινη στιγμή/ Που αχρηστεύει το θάνατο»), ως την διαύγεια της αθωότητας,

αισθήματα γυμνά, το ρίγος της χίμαιρας ντυμένη, ξεχτένιστες στιγμές κλπ. συζητούν και ξαναγράφουν το ίδιο το διακειμενικό παιχνίδι της ποιητικής δημιουργίας. Γιατί μέρος πια του δικού μας αναγνωστικού παιχνιδιού είναι ο διακειμενικός οπλισμός μας από την ανάγνωση και το συγχρωτισμό με τον λόγο του Ελύτη: το «γδυτό νερό», η «σκυτάλη της Χίμαιρας», «η διαύγεια των βυθών», «η αρχέγονη φωτιά της νιότης», οι «υγρές σιωπές», γιατί «σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια» και άλλα πολλά αποτελούν αθόρυβο κτήμα και παγκαρπία πνευματική. Η θητεία στον μοντέρνο αφηγηματικό τρόπο των νεοτερικών ποιητών (ας θυμήσω εδώ και δύο μότο του Ελυάρ που επιτάσσονται των τίτλων των ποιημάτων και που ενισχύουν τη συνάφεια με τον λόγο του Ελύτη) έδωσε την ευκαιρία στην ποιήτρια να επινοήσει στίχους όπως: «αρχαία ρυάκια πυρετικά» ή «του κορυδαλλού η καρδιά και το άρωμα της γαζίας». Τέλος, για όσους από εμάς τους δασκάλους αρέσκονται στις αινιγματώδεις μεταφορές ας παίξουμε με τους μαθητές μας το παλιό υπερρεαλιστικό παιχνίδι της ομορφιάς. Όχι λοιπόν «η νιότη σου» αλλά «υγρή κραυγή» ή «αστείρευτο νερό», όχι «η καρδιά σου» αλλά «Οξειδωμένη Νηρηίδα», όχι «μνήμη» αλλά «ανοιχτή θάλασσα», όχι «Απρίλης» αλλά «κρασί που αναβλύζει». Μόνο τότε, αγαπητοί φίλοι, ενδεχομένως «Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου» (Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί, Γέννηση της μέρας).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου